LAKTOSE, die

(auch: Lactose, die)


=  η λακτόζη


Weitere Wörter:

Vorher
  • LAGERUNG, die... • die Lagerung (die Aufbewahrung) [zB. eines Medikaments] ° η φύλαξη ...
  • LAGERVERWALTER, der... [in einem Unternehmen] = ο αποθηκάριος ...
  • LAGOS... [größte Stadt Nigerias] = το Λάγος * [bzw.] το Λάγκος ** [Akk.: το Λάγος {bzw.} το Λάγκος] *[so etwa die griech. Wikipedia] // **[so etwa Τριανταφύλλου:...
  • LÄHMEN... 1) παραλύω: • als ob mich (irgend)eine Kraft gelähmt hätte [saß ich wartend auf dem Sessel] ° λες και κάποια δύναμη με είχε παραλύσει • [Anm.:...
  • LAHORE... [Stadt in Pakistan] = η Λαχώρη [bzw.] η Λαχόρη ...
  • LAIBACH... (Ljubljana) [Hauptstadt von Slowenien] = η Λιουμπλιάνα [bzw.] η Λουμπλιάνα ...
  • LAIE, der / LAIIN, die... vgl. Amateur / Amateurin ...
  • LAIEN+... • die Laienschauspieler ° οι ερασιτέχνες ηθοποιοί // οι μη επαγγελματίες ηθοποιοί [synonym] • vgl....
  • LAIENHAFTIGKEIT, die... (Amateurhaftigkeit, die / Dilettantismus, der) = ο ερασιτεχνισμός (BS s. unter Amateurhaftigkeit, die) ...
  • LAKEN, das... s. Leintuch, das ...
Nachher:
  • LAKTOSE+... • die Laktoseintoleranz ° η δυσανεξία στη λακτόζη // η δυσανοχή στη λακτόζη ...
  • LAMA, das... = το λάμα ...
  • LAMENTIEREN... • das Lamentieren / das Raunzen / das (Herum-)Jammern ° η γκρίνια ...
  • LAMM, das... [sc. ein junges Schaf] = το αρνί ...
  • LAMMFLEISCH, das... 1) το αρνίσιο κρέας [bzw.] 2) [zB. im Restaurant]: το αρνί ...
  • LÄMPCHEN, das... 1) η λυχνία:...
  • LAMPE, die... 1) η λάμπα 2) Sonstiges: • die [kleine] Lampe [zB. auf dem Schreibtisch] ° το λαμπατέρ [Anm.:...
  • LAMPION, der... • die Lampions ° τα λαμπιόνια [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
  • LAND, das... 1) [im Gegensatz zur Stadt / ländliches Gebiet]: a) η εξοχή:...