LAIEN+


• die Laienschauspieler  °  οι ερασιτέχνες ηθοποιοί  //  οι μη επαγγελματίες ηθοποιοί   [synonym]

• vgl. im Übrigen Amateur+ 


Weitere Wörter:

Vorher
  • LAGERFEUER, das... • Kinder lieben Lagerfeuer ° στα παιδιά αρέσουν οι υπαίθριες φωτιές [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
  • LAGERN... 1) [iS von: (als Vorrat) aufbewahren]: a) αποθηκεύω: • lagern [zB. Brennstoffe; Atommüll] ° αποθηκεύω • Um unserem Wein ein gutes Leben zu sichern [sc.:...
  • LAGERSTÄTTE, die... s. Vorkommen, das ...
  • LAGERUNG, die... • die Lagerung (die Aufbewahrung) [zB. eines Medikaments] ° η φύλαξη ...
  • LAGERVERWALTER, der... [in einem Unternehmen] = ο αποθηκάριος ...
  • LAGOS... [größte Stadt Nigerias] = το Λάγος * [bzw.] το Λάγκος ** [Akk.: το Λάγος {bzw.} το Λάγκος] *[so etwa die griech. Wikipedia] // **[so etwa Τριανταφύλλου:...
  • LÄHMEN... 1) παραλύω: • als ob mich (irgend)eine Kraft gelähmt hätte [saß ich wartend auf dem Sessel] ° λες και κάποια δύναμη με είχε παραλύσει • [Anm.:...
  • LAHORE... [Stadt in Pakistan] = η Λαχώρη [bzw.] η Λαχόρη ...
  • LAIBACH... (Ljubljana) [Hauptstadt von Slowenien] = η Λιουμπλιάνα [bzw.] η Λουμπλιάνα ...
  • LAIE, der / LAIIN, die... vgl. Amateur / Amateurin ...
Nachher:
  • LAIENHAFTIGKEIT, die... (Amateurhaftigkeit, die / Dilettantismus, der) = ο ερασιτεχνισμός (BS s. unter Amateurhaftigkeit, die) ...
  • LAKEN, das... s. Leintuch, das ...
  • LAKTOSE, die... (auch: Lactose, die) = η λακτόζη ...
  • LAKTOSE+... • die Laktoseintoleranz ° η δυσανεξία στη λακτόζη // η δυσανοχή στη λακτόζη ...
  • LAMA, das... = το λάμα ...
  • LAMENTIEREN... • das Lamentieren / das Raunzen / das (Herum-)Jammern ° η γκρίνια ...
  • LAMM, das... [sc. ein junges Schaf] = το αρνί ...
  • LAMMFLEISCH, das... 1) το αρνίσιο κρέας [bzw.] 2) [zB. im Restaurant]: το αρνί ...
  • LÄMPCHEN, das... 1) η λυχνία:...