AMATEUR+


1) [personenbezogen]: ερασιτέχνης [bzw. (weiblich):] ερασιτέχνις:

• Amateur-(Hobby-) und Berufsfotografen  °  ερασιτέχνες και επαγγελματίες φωτογράφοι

• Amateur-Boxsportler  °  ερασιτέχνες πυγμάχοι-αθλητές

• Amateursportler [Pl.]  °  ερασιτέχνες αθλητές

• sie war eine sehr gute Amateur-Sängerin  °  ήταν πολύ καλή ερασιτέχνις τραγουδίστρια    [Anm.: ερασιτέχνις !]


2) [sachbezogen]: ερασιτεχνικός, -ή, -ό:

• die Amateurmannschaft [zB. im Fußballsport]  °  η ερασιτεχνική ομάδα

• der Amateursport  °  ο ερασιτεχνικός αθλητισμός


Weitere Wörter: