AMATEUR+
1) [personenbezogen]: ερασιτέχνης [bzw. (weiblich):] ερασιτέχνις:
• Amateur-(Hobby-) und Berufsfotografen ° ερασιτέχνες και επαγγελματίες φωτογράφοι
• Amateur-Boxsportler ° ερασιτέχνες πυγμάχοι-αθλητές
• Amateursportler [Pl.] ° ερασιτέχνες αθλητές
• sie war eine sehr gute Amateur-Sängerin ° ήταν πολύ καλή ερασιτέχνις τραγουδίστρια [Anm.: ερασιτέχνις !]
2) [sachbezogen]: ερασιτεχνικός, -ή, -ό:
• die Amateurmannschaft [zB. im Fußballsport] ° η ερασιτεχνική ομάδα
• der Amateursport ° ο ερασιτεχνικός αθλητισμός
Weitere Wörter:
Vorher
- ALTPAPIER+......
- ALTRUISTISCH......
- ALTSTADT, die......
- ALTWAREN+......
- ALUFOLIE, die......
- ALUMINIUM, das......
- ALUMINIUM+ [bzw.] ALU+......
- ALZHEIMER, der......
- AM......
- AMATEUR, der / AMATEURIN, die......
Nachher:
- AMATEURHAFTIGKEIT, die......
- AMAZONAS, der......
- AMAZONE, die......
- AMBITION, die......
- AMBULANT......
- AMBULANZ, die......
- AMBULANZ+......
- AMEISE, die......
- AMEISEN+......