LAMENTIEREN
• das Lamentieren / das Raunzen / das (Herum-)Jammern ° η γκρίνια
Weitere Wörter:
Vorher
- LÄHMEN... 1) παραλύω: • als ob mich (irgend)eine Kraft gelähmt hätte [saß ich wartend auf dem Sessel] ° λες και κάποια δύναμη με είχε παραλύσει • [Anm.:...
- LAHORE... [Stadt in Pakistan] = η Λαχώρη [bzw.] η Λαχόρη ...
- LAIBACH... (Ljubljana) [Hauptstadt von Slowenien] = η Λιουμπλιάνα [bzw.] η Λουμπλιάνα ...
- LAIE, der / LAIIN, die... vgl. Amateur / Amateurin ...
- LAIEN+... • die Laienschauspieler ° οι ερασιτέχνες ηθοποιοί // οι μη επαγγελματίες ηθοποιοί [synonym] • vgl....
- LAIENHAFTIGKEIT, die... (Amateurhaftigkeit, die / Dilettantismus, der) = ο ερασιτεχνισμός (BS s. unter Amateurhaftigkeit, die) ...
- LAKEN, das... s. Leintuch, das ...
- LAKTOSE, die... (auch: Lactose, die) = η λακτόζη ...
- LAKTOSE+... • die Laktoseintoleranz ° η δυσανεξία στη λακτόζη // η δυσανοχή στη λακτόζη ...
- LAMA, das... = το λάμα ...
Nachher:
- LAMM, das... [sc. ein junges Schaf] = το αρνί ...
- LAMMFLEISCH, das... 1) το αρνίσιο κρέας [bzw.] 2) [zB. im Restaurant]: το αρνί ...
- LÄMPCHEN, das... 1) η λυχνία:...
- LAMPE, die... 1) η λάμπα 2) Sonstiges: • die [kleine] Lampe [zB. auf dem Schreibtisch] ° το λαμπατέρ [Anm.:...
- LAMPION, der... • die Lampions ° τα λαμπιόνια [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
- LAND, das... 1) [im Gegensatz zur Stadt / ländliches Gebiet]: a) η εξοχή:...
- LANDADEL, der... • englischer Landadel ° αγγλική επαρχιώτικη αριστοκρατία // αγγλική αριστοκρατία της υπαίθρου [DF + (beide) GF aus: Gaby Hauptmann:...
- LANDAUSFLUG, der...LANDAUSFLUG,...
- LANDBEVÖLKERUNG, die...LANDBEVÖLKERUNG,...