LAMPE, die


1) η λάμπα


2) Sonstiges:

• die [kleine] Lampe [zB. auf dem Schreibtisch]  °  το λαμπατέρ

[Anm.: Es muss sich bei "λαμπατέρ" also nicht um eine Stehlampe am Boden handeln.]

• die Kontrollampe / das Kontrollämpchen [welche(s) anzeigt, dass ein Elektrogerät in Betrieb bzw. betriebs­bereit ist]  °  η ενδεικτική λυχνία (λειτουργίας)


Weitere Wörter:

Vorher
  • LAIEN+... • die Laienschauspieler ° οι ερασιτέχνες ηθοποιοί // οι μη επαγγελματίες ηθοποιοί [synonym] • vgl....
  • LAIENHAFTIGKEIT, die... (Amateurhaftigkeit, die / Dilettantismus, der) = ο ερασιτεχνισμός (BS s. unter Amateurhaftigkeit, die) ...
  • LAKEN, das... s. Leintuch, das ...
  • LAKTOSE, die... (auch: Lactose, die) = η λακτόζη ...
  • LAKTOSE+... • die Laktoseintoleranz ° η δυσανεξία στη λακτόζη // η δυσανοχή στη λακτόζη ...
  • LAMA, das... = το λάμα ...
  • LAMENTIEREN... • das Lamentieren / das Raunzen / das (Herum-)Jammern ° η γκρίνια ...
  • LAMM, das... [sc. ein junges Schaf] = το αρνί ...
  • LAMMFLEISCH, das... 1) το αρνίσιο κρέας [bzw.] 2) [zB. im Restaurant]: το αρνί ...
  • LÄMPCHEN, das... 1) η λυχνία:...
Nachher:
  • LAMPION, der... • die Lampions ° τα λαμπιόνια [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
  • LAND, das... 1) [im Gegensatz zur Stadt / ländliches Gebiet]: a) η εξοχή:...
  • LANDADEL, der... • englischer Landadel ° αγγλική επαρχιώτικη αριστοκρατία // αγγλική αριστοκρατία της υπαίθρου [DF + (beide) GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • LANDAUSFLUG, der...LANDAUSFLUG,...
  • LANDBEVÖLKERUNG, die...LANDBEVÖLKERUNG,...
  • LANDBROT, das... (Bauernbrot, das) = το χωριατόψωμο ...
  • LANDEBAHN, die... [eines Flughafens] = ο διάδρομος προσγείωσης ...
  • LANDEN... 1) [Flugzeug]: προσγειώνομαι:...
  • LANDESHAUPTMANN, der... [eines österr. Bundeslandes] = ο κυβερνήτης της επαρχίας // ο κυβερνήτης του κρατιδίου:...