LAND, das


1) [im Gegensatz zur Stadt / ländliches Gebiet]:

       a) η εξοχή:

• er/sie lebt auf dem Land  °  ζει στην εξοχή

• Aufenthalte auf dem Land (Landaufenthalte) und Sommerreisen  °  διαμονές στην εξοχή και καλοκαιρινά ταξίδια

       b) η ύπαιθρος:

• Menschen, die auf dem Land leben [und nicht in der Stadt]  °  άνθρωποι που ζουν στην ύπαιθρο

• tausende Familien fuhren aufs Land hinaus [als die Schulferien begannen]  °  χιλιάδες οικογένειες αναχώρησαν για την ύπαιθρο

       c) Sonstiges:

• Manche Menschen leben lieber in der Stadt, andere hingegen lieber am Land [wörtl.: im Dorf].  °  Ορισμένοι άνθρωποι προτιμούν να ζουν στην πόλη, ενώ κάποιοι άλλοι στο χωριό.


2) [iS von: Staat]: η χώρα:

• die hohe Arbeitslosigkeit in unserem Land  °  η υψηλή ανεργία στη χώρα μας

• "Proletarier aller Länder, vereinigt euch!"  °  "Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!"


3) [im Gegensatz zum Bund]: το κρατίδιο:

• die ausschließliche Zuständigkeit der [deutschen Bundes-]Länder [und nicht des Bundes] [zur Gesetzgebung auf einem bestimmten Gebiet]  °  η αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατιδίων


4) [im Gegensatz zum Gewässer (auch metaphorisch)]:

       a) [allgemein]: η ξηρά:

• die Ausflüge an Land (auf das Festland) / die Landausflüge [die im Rahmen einer Schiffs­reise unternommen werden]  °  οι εκδρομές στην ξηρά [bzw.] οι εκδρομές ξηράς

• von …[Ort 1] nahm ich den kürzesten Weg über Land [sc. nicht mit dem Schiff] nach …[Ort 2]  °  από το [...] πήρα τον συντομότερο δρόμο διά ξηράς προς το [...]

       b) an Land gehen:

• Als ich [am Zielort der Schiffsreise] an Land ging, […]  °  Όταν αποβιβάστηκα, [...]

• alle, die tatsächlich in (irgend)einem Hafen an Land gehen [und nicht nur darüber schrei­ben]  °  όσοι ξεμπαρκάρουν πράγματι σε κάποιο λιμάνι

       c) an Land ziehen [Metapher – iS von: akquirieren]:

• […], um Großaufträge für die deutsche Wirtschaft an Land zu ziehen* (zu akquirieren). [reisen deutsche Spitzenpolitiker mit Managern ins Ausland]  °  [...] προκειμένου να αποσπάσουν μεγάλες παραγγελίες για γερμανικές επιχειρήσεις.   [DF (*) + GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]

• sie [sc. diese Gesellschaft] zieht mit Bestechungsgeldern Projekte an Land  °  εξασφαλίζει με δωροδοκίες προγράμματα   [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg]


5) [iS von: Grund, Grundstück, Boden]:

s. Grund, der (Z 2) und vgl. Grundstück, das


Weitere Wörter:

Vorher
  • LAKEN, das... s. Leintuch, das ...
  • LAKTOSE, die... (auch: Lactose, die) = η λακτόζη ...
  • LAKTOSE+... • die Laktoseintoleranz ° η δυσανεξία στη λακτόζη // η δυσανοχή στη λακτόζη ...
  • LAMA, das... = το λάμα ...
  • LAMENTIEREN... • das Lamentieren / das Raunzen / das (Herum-)Jammern ° η γκρίνια ...
  • LAMM, das... [sc. ein junges Schaf] = το αρνί ...
  • LAMMFLEISCH, das... 1) το αρνίσιο κρέας [bzw.] 2) [zB. im Restaurant]: το αρνί ...
  • LÄMPCHEN, das... 1) η λυχνία:...
  • LAMPE, die... 1) η λάμπα 2) Sonstiges: • die [kleine] Lampe [zB. auf dem Schreibtisch] ° το λαμπατέρ [Anm.:...
  • LAMPION, der... • die Lampions ° τα λαμπιόνια [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
Nachher:
  • LANDADEL, der... • englischer Landadel ° αγγλική επαρχιώτικη αριστοκρατία // αγγλική αριστοκρατία της υπαίθρου [DF + (beide) GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • LANDAUSFLUG, der...LANDAUSFLUG,...
  • LANDBEVÖLKERUNG, die...LANDBEVÖLKERUNG,...
  • LANDBROT, das... (Bauernbrot, das) = το χωριατόψωμο ...
  • LANDEBAHN, die... [eines Flughafens] = ο διάδρομος προσγείωσης ...
  • LANDEN... 1) [Flugzeug]: προσγειώνομαι:...
  • LANDESHAUPTMANN, der... [eines österr. Bundeslandes] = ο κυβερνήτης της επαρχίας // ο κυβερνήτης του κρατιδίου:...
  • LANDESHAUPTSTADT, die... • Landeshauptstädte [sc. jene Österreichs] ° πρωτεύουσες επαρχιών ...
  • LANDESINNERES (das Landesinnere)... • im Landesinneren [sc. nicht am Meer] ° στην ενδοχώρα ...