ANLEGEN


1) [baulich]:

• einen Swimming-Pool [im Garten] anlegen  °  βάζω μια πισίνα


2) [iS von: erstellen (einen Akt, Sicherungskopien etc.)]:

       a) καταρτίζω:

• der Lehrer muss für [= über] jeden Schüler einen persönlichen Akt anlegen  °  ο δάσκαλος πρέπει, για κάθε μαθητή, να καταρτίσει ατομικό φάκελο

       b) δημιουργώ (-είς):

• Sicherungskopien meiner [Computer-]Dateien auf Disketten anlegen (erstellen)  °  δημιουργώ αντίγραφα ασφαλείας των αρχείων μου σε δισκέτες


3) [Geld etc.]:

       a) τοποθετώ (-είς):

• sie [= die Reichen] legen ihr Kapital (dort) an, wo es den größten Ertrag hat (erbringt)  °  τοποθετούν το κεφάλαιό τους όπου αυτό έχει τη μεγαλύτερη απόδοση

• Er war sehr stolz auf seinen Reichtum, den er auch in Immobilien an­ge­legt hatte.  °  Ήταν πολύ υπερήφανος για τα πλούτη του, που τα είχε τοποθετήσει και σε ακίνητα.

• Um Gewinn(e) zu bringen (abzuwerfen), musste es angelegt werden. [sc. das vorhan­dene Geld / το χρήμα]  °  Για να αποφέρει κέρδη έπρεπε να τοποθετηθεί.

       b) Sonstiges:

• Wenn ich mein Kapital auf der Bank anlege [wörtl.: einlege], werde ich in einem Jahr hundert Mark Zins(en) bekommen.  °  Αν καταθέσω το κεφάλαιό μου στην τράπεζα, σ’ ένα χρόνο θα πάρω εκατό μάρκα τόκο.


4) [Handschellen, Armbänder etc.]:

       a) περνώ (-άς):

• Sie legten Takis die Handschellen an.  °  Περνούσανε τις χειροπέδες στον Τάκη.

• sie hatte an den Handgelenken silberne Armbänder angelegt  °  είχε στους καρπούς περασμένα ασημιά βραχιόλια

       b) βάζω:

• sie legten ihr Handschellen an  °  της έβαλαν χειροπέδες

       c) Sonstiges:

• Die Manschette [des Blutdruckmessgeräts] ist [am Handgelenk] falsch angelegt worden. [wodurch die Messwerte verfälscht wurden]  °  Η μανσέτα έχει τοποθετηθεί εσφαλμένα.

• das Anlegen der Druckmanschette [des Blutdruckmessgeräts] [um das Handgelenk]  °  η τοποθέτηση της μανσέτας πίεσης

• den (Sicherheits-)Gurt [zB. im Auto oder Flugzeug] anlegen: vgl. anschnallen (Z 1) ("sich anschnallen")


5) [ein Schiff]:

• Das Linienschiff Piräus – Rhodos legt auch in Mykonos an.  °  Το πλοίο της γραμμής Πειραιάς – Ρόδος πιάνει και στην Μύκονο.

• In den frühen Morgenstunden wird das Schiff im Hafen von Saloniki anlegen (landen).  °  Τις πρώτες πρωινές ώρες το πλοίο θα καταπλεύσει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.


6) Sonstiges:

• Der erste, mit dem sich Beethoven anlegte [= einen Streit begann], war [...]  °  Ο πρώτος, με τον οποίον τα έβαζε ο Μπετόβεν, ήταν [...]

• Als ob es der Trainer ~darauf angelegt hätte, ihn [sc.: den neuen Spieler] ~fertigzu­machen. [so sehr schindete er ihn im Training]  °  Ο προπονητής λες και είχε βαλθεί να τον εξοντώσει.



Weitere Wörter: