ALTERSUNTERSCHIED, der

[zB. zwischen zwei Menschen]


=  η διαφορά ηλικίας:

• unser Altersunterschied  °  η διαφορά ηλικίας μας

• wegen des Altersunterschieds von sieben Jahren  °  εξαιτίας της διαφοράς ηλικίας των επτά χρόνων


Weitere Wörter: