FEUCHT


1) υγρός, -ή, -ό:

    [Anm.: "υγρός" hat auch die Bedeutung "flüssig"]

• Der Geruch der feuchten Erde und des gemähten Grases [im Nachbargarten] reicht bis in unseren eigenen Garten.  °  Η μυρωδιά του υγρού χώματος και του κομμένου χόρτου φτάνει ώς τον δικό μας κήπο.


2) Konstruktionen mit υγρασία:

• Im Schlafzimmer war es bei geschlossenen Fensterläden dunkel und kühl und merk­wür­digerweise nicht feucht.  °  Στο υπνοδωμάτιο, με κλεισμένα τα παντζούρια, ήταν σκοτεινά και δροσερά και κατά έναν περίεργο τρόπο δεν είχε υγρασία.

• feucht werden [zB. gestapeltes Holz infolge Regens]  °  παίρνω υγρασία


3) βρεγμένος, -η, -ο  [bzw.]  βρεμένος, -η, -ο:

• das feuchte (das nasse) Gras roch angenehm  °  το βρεγμένο χόρτο μύριζε ευχάριστα

• mit einem feuchten Tuch gesäuberte (= sauber gewischte) Schränke  °  ντουλάπια καθαρισμένα με βρεμένο πανί


Weitere Wörter:

Vorher
  • FESTTAG, der... • die Festtage [gemeint im konkreten Fall: die Weihnachtsfeiertage] ° οι γιορτινές μέρες ...
  • FESTUNG, die... = το φρούριο ...
  • FESTVERZINSLICH... s. unter verzinslich ...
  • FETT [Adjektiv/Adverb]... 1) λιπαρός, -ή ,-ό: • die fetten Speisen ° τα λιπαρά φαγητά • für fette,...
  • FETT, das ...FETT, das = το λίπος: • Das magere [Fleisch-]Stück für Vater. Er mag kein Fett. ° Το άπαχο κομμάτι για τον πατέρα. Δεν του αρέσει το λίπος....
  • FETTIG... 1) λιπαρός, -ή, -ό: • langes, fettiges Haar [hat der Mann] ° μακριά, λιπαρά μαλλιά 2) λιγδωμένος, -η, -ο: • fettig [zB. ein Papier,...
  • FETTLEIBIGKEIT, die... = η παχυσαρκία ...
  • FETTLÖSLICH... = λιποδιαλυτός, -ή, -ό:...
  • FETTREICH... = πλούσιος (-α ,-ο) σε λίπη / σε λίπος: • eine fettreiche Ernährung [kann gesundheitsschädlich sein] ° μια διατροφή πλούσια σε λίπη [Anm.:...
  • FETTSÄURE, die... = το λιπαρό οξύ (Pl.: τα λιπαρά οξέα / Gen.: των λιπαρών οξέων) ...
Nachher:
  • FEUCHTIGKEIT, die... = η υγρασία ...
  • FEUDALISMUS, der... = η φεουδαρχία ...
  • FEUDALISTISCH... = φεουδαρχικός, -ή, -ό ...
  • FEUER, das... 1) η φωτιά: • (ein) Feuer machen ° στήνω φωτιά // ανάβω φωτιά • er legte Feuer [sc....
  • FEUERALARM, der... 1) ο συναγερμός φωτιάς: • Was tun wir [sc.: wie verhalten wir uns] im Fall von (= bei) Feuer­alarm?...
  • FEUERGEFÄHRLICH... = εύφλεκτος, -η, -ο:...
  • FEUERHERD, der... = η εστία φωτιάς: • drei Feuerherde [zB. bei einem Großbrand] ° τρεις εστίες φωτιάς ...
  • FEUERLAND... [Inselgruppe an der Südspitze Südamerikas] = η Γη του Πυρός ...
  • FEUERLEITER, die [bzw.] FEUERTREPPE, die... [an der Außenmauer eines Hauses] = η σκάλα κινδύνου // η σκάλα πυρασφάλειας ...