GÜLTIGKEITSDAUER, die


=  η ισχύς (Gen.: της ισχύος / Akk.: την ισχύ):

• die Verlängerung ihrer [sc. der Reisepässe] Gültigkeit(sdauer)  °  η παράταση της ισχύος τους



Weitere Wörter:

Vorher
  • GRUSSFORMEL (Grußformel), die... (Schlussformel, die) [am Ende eines Briefes – zB.: "Hoch­ach­tungs­voll"] = οι φιλοφρονήσεις ...
  • GUADELOUPE... = η Γουαδελούπη ...
  • GUATEMALA... = η Γουατεμάλα (Gen.: της Γουατεμάλας) ...
  • GUAYANA... vgl. Guyana ...
  • GUCKLOCH, das... [zB. in der Tür der Gefängniszelle; an der Wohnungstür (= der Türspion)] = το μάτι της πόρτας [bzw....
  • GUINEA... = η Γουινέα ([auch:] η Γουϊνέα) ...
  • GUINEA-BISSAU... = η Γουινέα Μπισάου (Gen.: της Γουινέας Μπισάου) ...
  • GULDEN, der... • der holländische Gulden [Währung] ° το ολλανδικό γκίλντερ // το ολλανδικό φιορίνι • ein paar Gulden ° μερικά γκούλντεν [DF+GF aus: Schnitzler:...
  • GÜLTIG... 1) έγκυρος, -η, -ο: • gültig [zB. ein abgegebener Stimmzettel] ° έγκυρος, -η, -ο [vgl.: ungültig {zB. ein abgegebener Stimmzettel} ° άκυρος, -η,...
  • GÜLTIGKEIT, die... = η ισχύς (Gen.: της ισχύος / Akk.: την ισχύ):...
Nachher:
  • GUMMI, der... [Material] = το λάστιχο ...
  • GUMMI+... 1) λαστιχένιος, -ια, -ιο: • der Gummiball [zB....
  • GUNST, die... 1) η εύνοια: • ich versuchte [durch Freundlichkeiten] seine Gunst (sein Wohlwollen) zu gewinnen ° προσπαθούσα να κερδίσω την εύνοιά του 2) η ευμένεια:...
  • GÜNSTIG... 1) ευνοϊκός, -ή, -ό: • es [sc. dieses Wartungsprogramm für Οpel-Autos] gilt […] für beliebig viele Kilometer, zu sehr günstigen Preisen ° ισχύει [......
  • GURGEL, die... = το λαρύγγι:...
  • GURGELN... = κάνω γαργάρα ...
  • GURKE, die... = το αγγούρι ...
  • GURREN... 1) γουργουρίζω: • zwei Tauben, die gurrten ° δυο περιστέρια που γουργούριζαν 2) Sonstiges:...
  • GURT, der... • die Gurten (= die Sicherheitsgurten) [im Auto] ° οι ζώνες (ασφαλείας) ...