HÖLLE, die


1) η κόλαση:

• Anna [seine Frau] würde ihm die Hölle heiß machen [wörtl.: ihm das Leben zur Hölle machen], wenn sie erführe, dass …[er dem gemeinsamen 11-jährgen Pflegekind erlaubt hatte, allein in die Stadt zu fahren]  °  Η Άννα θα του έκανε τη ζωή κόλαση αν μάθαινε πως [...]


2) Sonstiges:

• es ist die Hölle los  °  γίνεται χαμός

[bzw. auch:]

• Samstag zu Mittag ist die Hölle los in Kolonaki.  °  Τα Σάββατα το μεσημέρι χαλάει ο κόσμος στο Κολωνάκι.   [GF+DF aus: 13 Schreiber schreiben]


Weitere Wörter:

Vorher
  • HÖHERWERTIGKEIT, die... s. unter Überlegenheit, die ...
  • HOHL... = κούφιος, -α, -ο ...
  • HÖHLE, die... [in der Natur] = η σπηλιά [bzw.] το σπήλαιο * *(Gen.: του σπηλαίου) ...
  • HÖHLEN+... • der Höhlenforscher ° ο σπηλαιολόγος ...
  • HOHLKOPF, der... • ~die Hohlköpfe [iS von: Dummköpfe] ° οι κουφιοκεφαλάκηδες ...
  • HOLD... • ~Das Glück ist mir heute hold. [wörtl.: Das Glück ist heute auf meiner Seite.] ° Η τύχη είναι σήμερα με το μέρος μου. ...
  • HOLEN... Übersicht:...
  • HOLLAND... = η Ολλανδία ...
  • HOLLÄNDER, der / HOLLÄNDERIN, die... 1) der Holländer [iS von: Niederländer] ° ο Ολλανδός (Pl.: οι Ολλανδοί) // [alltagssprachlich auch:...
  • HOLLÄNDISCH... 1) [personenbezogen]: ολλανδός / ολλανδή 2) [sachbezogen]: ολλανδικός, -ή, -ό // [Sprache:] τα ολλανδικά ...
Nachher:
  • HOLLYWOOD... = το Χόλ(λ)υγουντ [bzw.] το Χόλιγουντ ...
  • HOLLYWOOD+... • Hollywoodfilme ° χολιγουντιανές ταινίες ...
  • HOLOCAUST, der... [durch die Nazis] = το Ολοκαύτωμα: • Überlebende des Holocaust(s) ° επιζώντες του Ολοκαυτώματος ...
  • HOLPERN... • Der [auf dem Waldweg fahrende] Jeep holpert von Schlagloch zu Schlagloch. ° Το τζιπ χοροπηδάει από λακκούβα σε λακκούβα....
  • HOLZ, das... 1) το ξύλο [bzw.] τα ξύλα: • Holz hacken ° κόβω ξύλα 2) Sonstiges:...
  • HOLZFÄLLER, der... = ο ξυλοκόπος ...
  • HOLZHACKEN, das... = το κόψιμο των ξύλων ...
  • HOLZPANTOFFEL, der... • die weißen Holzpantoffel [die zB. ein Krankenpfleger im Spital trägt] ° τα άσπρα τσόκαρα ...
  • HOLZPLATTE, die... = το νοβοπάν [bzw.] η πλάκα νοβοπάν (Pl.: τα νοβοπάν // οι πλάκες νοβοπάν) ...