INSTITUT, das
1) το ινστιτούτο:
• die deutschen Wirtschaftsforschungsinstitute ° τα γερμανικά ινστιτούτα οικονομικών ερευνών
2) το ίδρυμα:
• die Kreditinstitute [sc. die Banken] ° τα πιστωτικά ιδρύματα
• das Bulgarische Kulturinstitut Berlin ° το Βουλγαρικό Πολιτιστικό Ίδρυμα του Βερολίνου
3) [auf einer Universität] [entspricht wohl in etwa den Studienrichtungen]: το τμήμα
[vgl. zB.: τα τμήματα του Πανεπιστημίου Αθηνών]
τμήμα επιστήμης φυσικής αγωγής και αθλητισμού]
Weitere Wörter:
Vorher
- INSPIRATION, die... = η έμπνευση: • Woher nimmst [wörtl.: schöpfst] du (die) Inspiration?...
- INSPIZIEREN... = επιθεωρώ (-είς): • ich inspizierte meinen Erdäpfelvorrat ° επιθεώρησα το απόθεμά μου σε πατάτες ...
- INSTABILITÄT, die... = η αστάθεια ...
- INSTALLATEUR, der / INSTALLATEURIN, die... 1) der Installateur ° ο υδραυλικός 2) die Installateurin ° η υδραυλικός ...
- INSTALLATION, die... [zB. einer Software] = η εγκατάσταση:...
- INSTALLIEREN... 1) εγκαθιστώ (-άς) (St. II: να εγκαταστήσω):...
- INSTAND... • instand halten (alternative Schreibweise: in Stand halten) ° συντηρώ (-είς) ...
- INSTANZ, die... 1) ο βαθμός (δικαιοδοσίας): • Das kroatische Justizwesen ist in drei Instanzen gegliedert. Als erste Instanz fungieren 122 Amtsgerichte,...
- INSTINKT, der... 1) το ένστικτο: • mein Instinkt hatte mich nie getäuscht ° το ένστικτό μου δεν με είχε ποτέ γελάσει 2) Sonstiges:...
- INSTINKTIV... • instinktiv [Adverb] ° ενστικτωδώς ...
Nachher:
- INSTITUTION, die... 1) ο θεσμός: • der Staat und seine Institutionen ° το κράτος και οι θεσμοί του • Stiftungen, wissenschaftliche Akademien,...
- INSTITUTIONALISIEREN... • institutionalisiert ° θεσμοθετημένος, -η, -ο ...
- INSTITUTIONALISIERUNG, die... = η θεσμοθέτηση: • die Institutionalisierung der Zusammenarbeit [zB. durch Schaffung eines eigenen,...
- INSTRUMENT, das... 1) το όργανο:...
- INSTRUMENTAL+... [nur von Instrumenten gespielt – also im Gegensatz zu Liedern] 1) οργανικός, -ή, -ό:...
- INSTRUMENTENBAUER, der... [sc.: Musikinstrumentenbauer] = ο οργανοποιός (Pl.: οι οργανοποιοί) ...
- INSULIN, das... = η ινσουλίνη ...
- INTAKT... 1) άθικτος, -η, -ο: • intakt / unversehrt / heil ° άθικτος, -η, -ο 2) Sonstiges:...
- INTEGRATION, die... 1) [iS von: Eingliederung]: a) η ένταξη: • ihre berufliche und gesellschaftliche Integration [sc....