INSTANZ, die


1) ο βαθμός (δικαιοδοσίας):

• Das kroatische Justizwesen ist in drei Instanzen gegliedert. Als erste Instanz fungieren 122 Amtsgerichte, 114 Strafgerichte, 12 Handelsgerichte und 21 Komitatsgerichte.

=

Το δικαστικό σύστημα της Κροατίας οργανώνεται ιεραρχικά σε τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας. 122 δημοτικά δικαστήρια, 114 πταισματοδικεία, 12 εμποροδικεία και 21 δικαστήρια κομητειών λειτουργούν ως πρωτοβάθμια δικαστήρια.

       [DF+GF aus der Stellungnahme der Europäischen Kommission zum Antrag Kroatiens auf Beitritt zur EU]

• bis sein Fall [sc. jener des in erster Instanz verurteilten Straftäters] in zweiter Instanz ver­handelt (= entschieden) wird  °  μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή του σε δεύτερο βαθμό


2) (in) erster / zweiter Instanz (= erstinstanzlich / zweitinstanzlich): 

a) πρωτοβάθμιος, ‑α, ‑ο  //  δευτεροβάθμιος, -α, -ο:

• das Gericht erster und (das Gericht) zweiter Instanz (das erst- und das zweitinstanz­li­che Gericht)  °  το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο

• Urteile von Gerichten erster Instanz (von erstinstanzlichen Gerichten) in Patras, in Laris­sa  °  αποφάσεις πρωτοβάθμιων δικαστηρίων στην Πάτρα, στη Λάρισα

• sie [sc. die Angeklagten] wurden auch in zweiter Instanz (zweitinstanzlich) freige­spro­chen  °  αθωώθηκαν και δευτεροβάθμια

b) σε πρώτο βαθμό / σε δεύτερο βαθμό   [BS s. oben, Z 1]

c) Sonstiges:

• Akis ist in erster Instanz wegen der Ermordung des Freundes seiner Tochter zu lebens­­langem Arrest verurteilt worden  °  ο Άκης έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία του φίλου της κόρης του


Weitere Wörter:

Vorher
  • INSOLVENZ+... s. Konkurs+ ...
  • INSOWEIT... = στο μέτρο (als / που): • die Ausübung von Sport fällt insoweit unter das Gemeinschaftsrecht,...
  • INSPEKTOR, der / INSPEKTORIN, die... 1) der Inspektor [zB. Polizei- bzw....
  • INSPIRATION, die... = η έμπνευση: • Woher nimmst [wörtl.: schöpfst] du (die) Inspiration?...
  • INSPIZIEREN... = επιθεωρώ (-είς): • ich inspizierte meinen Erdäpfelvorrat ° επιθεώρησα το απόθεμά μου σε πατάτες ...
  • INSTABILITÄT, die... = η αστάθεια ...
  • INSTALLATEUR, der / INSTALLATEURIN, die... 1) der Installateur ° ο υδραυλικός 2) die Installateurin ° η υδραυλικός ...
  • INSTALLATION, die... [zB. einer Software] = η εγκατάσταση:...
  • INSTALLIEREN... 1) εγκαθιστώ (-άς) (St. II: να εγκαταστήσω):...
  • INSTAND... • instand halten (alternative Schreibweise: in Stand halten) ° συντηρώ (-είς) ...
Nachher:
  • INSTINKT, der... 1) το ένστικτο: • mein Instinkt hatte mich nie getäuscht ° το ένστικτό μου δεν με είχε ποτέ γελάσει 2) Sonstiges:...
  • INSTINKTIV... • instinktiv [Adverb] ° ενστικτωδώς ...
  • INSTITUT, das... 1) το ινστιτούτο: • die deutschen Wirtschaftsforschungsinstitute ° τα γερμανικά ινστιτούτα οικονομικών ερευνών 2) το ίδρυμα:...
  • INSTITUTION, die... 1) ο θεσμός: • der Staat und seine Institutionen ° το κράτος και οι θεσμοί του • Stiftungen, wissenschaftliche Akademien,...
  • INSTITUTIONALISIEREN... • institutionalisiert ° θεσμοθετημένος, -η, -ο ...
  • INSTITUTIONALISIERUNG, die... = η θεσμοθέτηση: • die Institutionalisierung der Zusammenarbeit [zB. durch Schaffung eines eigenen,...
  • INSTRUMENT, das... 1) το όργανο:...
  • INSTRUMENTAL+... [nur von Instrumenten gespielt – also im Gegensatz zu Liedern] 1) οργανικός, -ή, -ό:...
  • INSTRUMENTENBAUER, der... [sc.: Musikinstrumentenbauer] = ο οργανοποιός (Pl.: οι οργανοποιοί) ...