FANATISCH


=  φανατικός, -ή, -ό:

• die fanatischen Islamisten  °  οι φανατικοί ισλαμιστές


Weitere Wörter:

Vorher
  • FAMILIENLEBEN, das... = η οικογενειακή ζωή ...
  • FAMILIENNAME, der... (Nachname, der / Zuname, der) = το επίθετο // το επώνυμο [synonym] [vgl.:...
  • FAMILIENOBERHAUPT, das... = ο αρχηγός της οικογένειας // ο οικογενειάρχης ...
  • FAMILIENPLANUNG, die... = ο οικογενειακός προγραμματισμός ...
  • FAMILIENRECHT, das... = το οικογενειακό δίκαιο ...
  • FAMILIENSINN, der... • Ein Familienvater,...
  • FAMILIENSTAND, der... [sc. ledig, verheiratet; Anzahl der Kinder, etc.] = η οικογενειακή κατάσταση ...
  • FAMILIENTREFFEN, das... 1) η οικογενειακή συγκέντρωση: • bei den Familientreffen ° στις οικογενειακές συγκεντρώσεις 2) η συνάντηση συγγενών:...
  • FAMILIENVATER, der... = ο οικογενειάρχης ...
  • FAN, der... 1) ο οπαδός 2) ο θαυμαστής 3) [beim Sport (auch)]: ο φίλαθλος: • Wien ist (bestens) gerüstet, um den Ansturm der Fans zu empfangen....
Nachher:
  • FANATISMUS, der... = ο φανατισμός ...
  • FANCLUB, der [bzw.] FANKLUB, der... [zB. einer Fußballmannschaft] = ο σύνδεσμος οπαδών // η λέσχη οπαδών ...
  • FANGARM, der... [eines Tintenfisches] = το πλοκάμι ...
  • FANGEN... 1) πιάνω: • Fische fangen ° πιάνω ψάρια 2) Sonstiges:...
  • FANGFRAGE, die... = η ερώτηση-παγίδα (Pl.: οι ερωτήσεις-παγίδες) ...
  • FANGMETHODE, die... • die Fangmethoden / die Fischereimethoden [zB. für Thunfisch] ° οι αλιευτικές μέθοδοι ...
  • FANTASIE, die... (auch: Phantasie, die) 1) [iS von Einbildungskraft]: η φαντασία: • Ich war [als kleines Mädchen] sehr ungezogen und hatte sehr viel [wörtl.:...
  • FANTASIENAME, der... (auch: Phantasiename, der) • Die meisten benützen dort [sc. bei den Chats im Internet] diverse Fantasienamen (diverse erfundene Namen)....
  • FANTASTEREI, die... (auch: Phantasterei, die) • seine Phantastereien [sc. seine realitätsfremden Ideen bzw....