FAMILIENNAME, der (Nachname, der / Zuname, der)
= το επίθετο // το επώνυμο [synonym]
[vgl.: der Vorname = το όνομα // το μικρό όνομα]
Weitere Wörter:
Vorher
- FALSIFIZIERBAR... • die Theorien [Sigmund Freuds] enthalten nicht-falsifizierbare Hypothesen ° οι θεωρίες περιλαμβάνουν μη διαψεύσιμες υποθέσεις ...
- FALSIFIZIERBARKEIT, die... = η διαψευσιμότητα ...
- FALSIFIZIEREN... = διαψεύδω (St. II: να διαψεύσω): • die klassische Behauptung [Karl] Poppers, dass die Psychoanalyse keine Wissenschaft sei,...
- FALSIFIZIERUNG, die... vgl. Falsifikation, die ...
- FALTE, die... 1) [Gesichtsfalte]: η ρυτίδα:...
- FALTEN... = διπλώνω: • gefaltet / zusammengefaltet [zB. ein Stück Papier] ° διπλωμένος, -η, -ο ...
- FAMILIÄR... = οικογενειακός, -ή, -ό: • die familiären Angelegenheiten / die Familienangelegenheiten ° τα οικογενειακά ...
- FAMILIE, die... 1) η οικογένεια (Gen.: της οικογένειας): • Wie hast du Klarinette (spielen) gelernt? Hat jemand in deiner Familie gespielt?...
- FAMILIENGESCHICHTE, die... • Ihre Familiengeschichte [iS von: Kindheit etc....
- FAMILIENLEBEN, das... = η οικογενειακή ζωή ...
Nachher:
- FAMILIENOBERHAUPT, das... = ο αρχηγός της οικογένειας // ο οικογενειάρχης ...
- FAMILIENPLANUNG, die... = ο οικογενειακός προγραμματισμός ...
- FAMILIENRECHT, das... = το οικογενειακό δίκαιο ...
- FAMILIENSINN, der... • Ein Familienvater,...
- FAMILIENSTAND, der... [sc. ledig, verheiratet; Anzahl der Kinder, etc.] = η οικογενειακή κατάσταση ...
- FAMILIENTREFFEN, das... 1) η οικογενειακή συγκέντρωση: • bei den Familientreffen ° στις οικογενειακές συγκεντρώσεις 2) η συνάντηση συγγενών:...
- FAMILIENVATER, der... = ο οικογενειάρχης ...
- FAN, der... 1) ο οπαδός 2) ο θαυμαστής 3) [beim Sport (auch)]: ο φίλαθλος: • Wien ist (bestens) gerüstet, um den Ansturm der Fans zu empfangen....
- FANATISCH... = φανατικός, -ή, -ό: • die fanatischen Islamisten ° οι φανατικοί ισλαμιστές ...