FAMILIE, die


1) η οικογένεια (Gen.: της οικογένειας):

• Wie hast du Klarinette (spielen) gelernt? Hat jemand in deiner Familie gespielt?  °  Πώς έμαθες το κλαρίνο; Έπαιζε κανείς στην οικογένειά σου;

• dein Vater war (kam) aus einer serbischen Familie und ich [= deine Mutter] aus einer kroa­ti­schen  °  ο πατέρας σου ήταν από μια σερβική οικογένεια κι εγώ από μια κροατική

• und jetzt möchte Sonja [mit ihrem Ehemann] eine Familie gründen  °  και τώρα η Σόνια θέλει να κάνει οικογένεια

[bzw.]

• Heuer ist er Dreißig geworden, es ist Zeit, dass auch er eine Familie gründet.  °  Φέτος πάτησε τα τριάντα, είναι καιρός να δημιουργήσει κι αυτός οικογένεια.


2) [namentliche Nennung einer Familie]:

       a) η οικογένεια + Name der Familie im Genitiv:

• die Familie Bithikotsis [ist auf diesem Foto zu sehen] [sc. Γρηγόρης Μπιθικώτσης, seine Frau Μεταξία und sein Sohn Γρηγόρης (jun.)]  °  η οικογένεια Μπιθικώτση

• die [Musiker-]Familie Soukas [zB. Τάκης, Βασίλης, Ηλίας Σούκας]  °  η οικογένεια Σούκα

• Jorgos Theolojitis wurde 1890 in Athen geboren. [...] Die Familie Theolojiti(s) befand sich nach dem plötzlichen Tod seines Vaters in einer tragischen Situation.  °  Ο Γιώργος Θεολογίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1890. [...] Η οικογένεια Θεολογίτη βρέθηκε σε τραγική κατάσταση μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του.

       b) η οικογένεια των -αίων:

• die Familie der Soukas  °  η οικογένεια των Σουκαίων

• die große Familie (der) Konitopoulos [Familie von Musiker(inne)n (Nisiotika-Lieder), zB.  Γιώργος und Βαγγέλης Κονιτόπουλος, Ειρήνη Κονιτοπούλου usw.]  °  η μεγάλη οικογένεια των Κονιτοπουλαίων

• die Familie (der) Xatzopoulos [Familie von Musikern, zB. Βασίλης, Γιάννης, Μανώλης Χατζόπουλος]  °  η οικογένεια των Χατζοπουλαίων


Weitere Wörter:

Vorher
  • FÄLSCHLICHERWEISE... (unrichtigerweise / irrtümlich) [zB. etwas meinen (glauben)] = εσφαλμένα // λανθασμένα ...
  • FÄLSCHUNG, die... 1) [sc. ein gefälschtes Objekt]: το πλαστογράφημα 2) [als Tätigkeit, sc. das Fälschen]: a) η πλαστογραφία // η πλαστο­γράφηση:...
  • FALSIFIKATION, die... (lt. Wikipedia auch: Falsifizierung, die) [einer Theorie oder Aussage] = η διάψευση ...
  • FALSIFIZIERBAR... • die Theorien [Sigmund Freuds] enthalten nicht-falsifizierbare Hypothesen ° οι θεωρίες περιλαμβάνουν μη διαψεύσιμες υποθέσεις ...
  • FALSIFIZIERBARKEIT, die... = η διαψευσιμότητα ...
  • FALSIFIZIEREN... = διαψεύδω (St. II: να διαψεύσω): • die klassische Behauptung [Karl] Poppers, dass die Psychoanalyse keine Wissen­schaft sei,...
  • FALSIFIZIERUNG, die... vgl. Falsifikation, die ...
  • FALTE, die... 1) [Gesichtsfalte]: η ρυτίδα:...
  • FALTEN... = διπλώνω: • gefaltet / zusammengefaltet [zB. ein Stück Papier] ° διπλωμένος, -η, -ο ...
  • FAMILIÄR... = οικογενειακός, -ή, -ό: • die familiären Angelegenheiten / die Familienangelegenheiten ° τα οικογενειακά ...
Nachher:
  • FAMILIENGESCHICHTE, die... • Ihre Familiengeschichte [iS von: Kindheit etc....
  • FAMILIENLEBEN, das... = η οικογενειακή ζωή ...
  • FAMILIENNAME, der... (Nachname, der / Zuname, der) = το επίθετο // το επώνυμο [synonym] [vgl.:...
  • FAMILIENOBERHAUPT, das... = ο αρχηγός της οικογένειας // ο οικογενειάρχης ...
  • FAMILIENPLANUNG, die... = ο οικογενειακός προγραμματισμός ...
  • FAMILIENRECHT, das... = το οικογενειακό δίκαιο ...
  • FAMILIENSINN, der... • Ein Familienvater,...
  • FAMILIENSTAND, der... [sc. ledig, verheiratet; Anzahl der Kinder, etc.] = η οικογενειακή κατάσταση ...
  • FAMILIENTREFFEN, das... 1) η οικογενειακή συγκέντρωση: • bei den Familientreffen ° στις οικογενειακές συγκεντρώσεις 2) η συνάντηση συγγενών:...