JAMMERN
1) γκρινιάζω:
• Er klagte und jammerte. [immer wenn er unglücklich war] ° Παραπονιόταν και γκρίνιαζε.
2) Sonstiges:
• "Ich bin hungrig", ~jammerte (~raunzte) [die 12-jährige] Anna. ° "Πεινώ", κλαψιάρισε η Άννα.
• das (Herum-)Jammern / das Lamentieren / das Raunzen ° η γκρίνια
Weitere Wörter:
Vorher
- JAHRTAUSEND, das... = η χιλιετία: • fast zwei Jahrtausende ° δύο σχεδόν χιλιετίες • Jahrzehnte, Jahrhunderte, Jahrtausende ° δεκαετίες, αιώνες,...
- JAHRTAUSENDELANG ... [Adverb] = επί χιλιετίες ...
- JAHRTAUSENDWENDE, die... 1) η αλλαγή (της) χιλιετίας: • die Jahrhundert- und Jahrtausendwende [sc....
- JAHRZEHNT, das... = η δεκαετία: • Jahrzehnte, Jahrhunderte, Jahrtausende ° δεκαετίες, αιώνες, χιλιετίες ...
- JAHRZEHNTELANG... [Adverb] = επί δεκαετίες ...
- JÄHZORN, der... = η οξυθυμία ...
- JÄHZORNIG... = οξύθυμος, -η, -ο ...
- JAKARTA... (frühere Schreibweise: Djakarta) [Hauptstadt Indonesiens] = η Τζακάρτα (Gen.: της Τζακάρτας) ...
- JAMAIΚA... = η Τζαμάικα ...
- JÄMMERLICH... 1) αξιοθρήνητος, -η, -ο:...
Nachher:
- JAMMERSCHADE... • Schade, ~jammerschade [wörtl.: tausend mal schade]. ° Κρίμα, χίλιες φορές κρίμα. ...
- JAPAN... = η Ιαπωνία ...
- JAPANER, der / JAPANERIN, die... 1) der Japaner ° ο Ιάπωνας * // ο Γιαπωνέζος ** *(Gen.: του Ιάπωνα // Pl.: οι Ιάπωνες / Gen.: των Ιαπώνων) **[Anm.:...
- JAPANISCH... 1) [personenbezogen]: ιάπωνας / ιαπωνίδα [bzw.] γιαπωνέζα 2) [sachbezogen]: ιαπωνικός, -ή, -ό // [alltagssprachlich auch:] γιαπωνέζικος, -η,...
- JASMIN, der... [Pflanze] = το γιασεμί ...
- JÄTEN... • (das) Unkraut jäten ° ξεριζώνω τα ζιζάνια ...
- JAULEN... s. winseln ...
- JAZZ, der... = η τζαζ [Anm.: η !] [bzw.] die Jazzmusik = η τζαζ μουσική ...
- JAZZ+... • die Jazzmusik ° η τζαζ μουσική • der Jazzmusiker ° ο τζαζίστας ...