KRANKENGESCHICHTE, die (Anamnese, die)

[sc. die Dokumentation des Krank­heits- bzw. Behand­lungs­verlaufs eines Patienten]


=  το ιατρικό ιστορικό  //  το ιστορικό ασθενείας * 

*(Pl.: τα ιστορικά ασθενείας)


Weitere Wörter:

Vorher
  • KRALLE, die... = το νύχι: • die scharfen Krallen [der Katze] ° τα κοφτερά νύχια ...
  • KRAMEN... 1) σκαλίζω: • Ich kramte (Ich stöberte) heute in dem grauen Feldkistchen [sc. einer Art kleinen Truhe für die persönlichen Gegenstände eines Soldaten],...
  • KRÄMER, der / KRÄMERIN, die... vgl. Greißler, der ...
  • KRAMPF, der... 1) η κράμπα:...
  • KRAN, der... = ο γερανός: • die Baukräne ° οι γερανοί οικοδομών ...
  • KRANK... 1) άρρωστος, -η, -ο: • Ich [weibl.] wusste nicht, wie lange ich krank gewesen war. ° Δεν ήξερα πόσο καιρό είχα μείνει άρρωστη. 2) [gehoben, offiziell]:...
  • KRÄNKELN... • er kränkelte [als kleiner Junge] / er war kränklich ° ήταν φιλάσθενος ...
  • KRÄNKEN... • Es zahlt sich nicht aus [iS von: es bringt nichts], sich zu kränken. ° Δεν αξίζει να στεναχωριέσαι....
  • KRANKEN... • Die [wirtschaftspolitische] Debatte Anfang der neunziger Jahre krankte daran,...
  • KRANKENAKT, der [bzw.] KRANKENAKTE, die... [eines Patienten] = ο ιατρικός φάκελος ...
Nachher:
  • KRANKENHAUS, das... (Spital, das) = το νοσοκομείο // το νοσηλευτήριο [synonym] ...
  • KRANKENHAUS+...s+) • während meines ganzen Krankenhaus(Spitals)aufenthaltes ° σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στο νοσοκομείο • Die meisten [Grippe-]Kranken werden genesen,...
  • KRANKENKASSE, die... 1) το ταμείο υγείας [bzw.] το ταμείο ασθενείας:...
  • KRANKENPFLEGER, der / KRANKENPFLEGERΙΝ, die... 1) der Krankenpfleger ° ο νοσοκόμος // ο νοσηλευτής [synonym] 2) die Krankenpflegerin ° η νοσοκόμα ([bzw. auch]:...
  • KRANKENSCHWESTER, die... = η νοσοκόμα ([bzw. auch]: η νοσοκόμος) ...
  • KRANKENSTAND, der... • Er/Sie ist im Krankenstand [wörtl.: wegen Krankheit {vom Dienst} abwesend]. ° Απουσιάζει λόγω ασθενείας....
  • KRANKENSTATION, die... [zB. in einer Siedlung im Amazonasgebiet] = ο σταθμός περίθαλψης των αρρώστων ...
  • KRANKENVERSICHERUNG, die... 1) [als Versicherungsverhältnis]: η ασφάλιση ασθενείας [bzw.] η ασφάλεια ασθενείας:...
  • KRANKENWAGEN, der... (Ambulanzwagen, der / Rettungswagen, der) = το ασθενοφόρο (αυτοκίνητο) // το νοσοκομειακό [synonym] ...