KRANKENSCHWESTER, die
= η νοσοκόμα ([bzw. auch]: η νοσοκόμος)
Weitere Wörter:
Vorher
- KRANK... 1) άρρωστος, -η, -ο: • Ich [weibl.] wusste nicht, wie lange ich krank gewesen war. ° Δεν ήξερα πόσο καιρό είχα μείνει άρρωστη. 2) [gehoben, offiziell]:...
- KRÄNKELN... • er kränkelte [als kleiner Junge] / er war kränklich ° ήταν φιλάσθενος ...
- KRÄNKEN... • Es zahlt sich nicht aus [iS von: es bringt nichts], sich zu kränken. ° Δεν αξίζει να στεναχωριέσαι....
- KRANKEN... • Die [wirtschaftspolitische] Debatte Anfang der neunziger Jahre krankte daran,...
- KRANKENAKT, der [bzw.] KRANKENAKTE, die... [eines Patienten] = ο ιατρικός φάκελος ...
- KRANKENGESCHICHTE, die... (Anamnese, die) [sc. die Dokumentation des Krankheits- bzw....
- KRANKENHAUS, das... (Spital, das) = το νοσοκομείο // το νοσηλευτήριο [synonym] ...
- KRANKENHAUS+...s+) • während meines ganzen Krankenhaus(Spitals)aufenthaltes ° σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στο νοσοκομείο • Die meisten [Grippe-]Kranken werden genesen,...
- KRANKENKASSE, die... 1) το ταμείο υγείας [bzw.] το ταμείο ασθενείας:...
- KRANKENPFLEGER, der / KRANKENPFLEGERΙΝ, die... 1) der Krankenpfleger ° ο νοσοκόμος // ο νοσηλευτής [synonym] 2) die Krankenpflegerin ° η νοσοκόμα ([bzw. auch]:...
Nachher:
- KRANKENSTAND, der... • Er/Sie ist im Krankenstand [wörtl.: wegen Krankheit {vom Dienst} abwesend]. ° Απουσιάζει λόγω ασθενείας....
- KRANKENSTATION, die... [zB. in einer Siedlung im Amazonasgebiet] = ο σταθμός περίθαλψης των αρρώστων ...
- KRANKENVERSICHERUNG, die... 1) [als Versicherungsverhältnis]: η ασφάλιση ασθενείας [bzw.] η ασφάλεια ασθενείας:...
- KRANKENWAGEN, der... (Ambulanzwagen, der / Rettungswagen, der) = το ασθενοφόρο (αυτοκίνητο) // το νοσοκομειακό [synonym] ...
- KRANKER (der Kranke) / KRANKE, die... 1) ο άρρωστος / η άρρωστη: • der psychisch Kranke ° ο ψυχικά άρρωστος [auch:...
- KRANKHAFT... 1) παθολογικός, ή, -ό 2) αρρωστημένος, -η, -ο 3) νοσηρός, -ή, -ό: • es erscheint (= klingt) wirklich unglaublich,...
- KRANKHEIT, die... 1) [allgemein (ohne Spezifizierung des Typs)]: η αρρώστια * // το νόσημα * // η ασθένεια ** // η νόσος ** [Anm.: η !...
- KRANKHEITSERREGEND... = παθογόνος, -ος/-α, -ο: • die krankheitserregenden Mikroorganismen ° οι παθογόνοι μικροοργανισμοί ...
- KRÄNKLICH... • er war [als kleiner Junge] kränklich / er kränkelte ° ήταν φιλάσθενος ...