KRANKER (der Kranke) / KRANKE, die
1) ο άρρωστος / η άρρωστη:
• der psychisch Kranke ° ο ψυχικά άρρωστος [auch: ο ψυχικά ασθενής]
• die AIDS-Kranken ° οι άρρωστοι από AIDS
2) ο ασθενής / η ασθενής:
• die Kranken ° οι ασθενείς (Gen.: των ασθενών / Akk.: τους ασθενείς)
• der psychisch Kranke ° ο ψυχικά ασθενής [auch: ο ψυχικά άρρωστος]
• ein AIDS-Kranker ° ένας ασθενής από AIDS
• "Der eingebildete Kranke" [Komödie von Moliere] ° "Ο κατά φαντασίαν ασθενής"
3) ο -παθής / η -παθής:
• Millionen Herzkranke ° εκατομμύρια καρδιοπαθείς
• Jedes Jahr 1500 neue Krebskranke. [Zeitungsschlagzeile] ° Κάθε χρόνο 1.500 νέοι καρκινοπαθείς.
Weitere Wörter:
Vorher
- KRANKENGESCHICHTE, die... (Anamnese, die) [sc. die Dokumentation des Krankheits- bzw....
- KRANKENHAUS, das... (Spital, das) = το νοσοκομείο // το νοσηλευτήριο [synonym] ...
- KRANKENHAUS+...s+) • während meines ganzen Krankenhaus(Spitals)aufenthaltes ° σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στο νοσοκομείο • Die meisten [Grippe-]Kranken werden genesen,...
- KRANKENKASSE, die... 1) το ταμείο υγείας [bzw.] το ταμείο ασθενείας:...
- KRANKENPFLEGER, der / KRANKENPFLEGERΙΝ, die... 1) der Krankenpfleger ° ο νοσοκόμος // ο νοσηλευτής [synonym] 2) die Krankenpflegerin ° η νοσοκόμα ([bzw. auch]:...
- KRANKENSCHWESTER, die... = η νοσοκόμα ([bzw. auch]: η νοσοκόμος) ...
- KRANKENSTAND, der... • Er/Sie ist im Krankenstand [wörtl.: wegen Krankheit {vom Dienst} abwesend]. ° Απουσιάζει λόγω ασθενείας....
- KRANKENSTATION, die... [zB. in einer Siedlung im Amazonasgebiet] = ο σταθμός περίθαλψης των αρρώστων ...
- KRANKENVERSICHERUNG, die... 1) [als Versicherungsverhältnis]: η ασφάλιση ασθενείας [bzw.] η ασφάλεια ασθενείας:...
- KRANKENWAGEN, der... (Ambulanzwagen, der / Rettungswagen, der) = το ασθενοφόρο (αυτοκίνητο) // το νοσοκομειακό [synonym] ...
Nachher:
- KRANKHAFT... 1) παθολογικός, ή, -ό 2) αρρωστημένος, -η, -ο 3) νοσηρός, -ή, -ό: • es erscheint (= klingt) wirklich unglaublich,...
- KRANKHEIT, die... 1) [allgemein (ohne Spezifizierung des Typs)]: η αρρώστια * // το νόσημα * // η ασθένεια ** // η νόσος ** [Anm.: η !...
- KRANKHEITSERREGEND... = παθογόνος, -ος/-α, -ο: • die krankheitserregenden Mikroorganismen ° οι παθογόνοι μικροοργανισμοί ...
- KRÄNKLICH... • er war [als kleiner Junge] kränklich / er kränkelte ° ήταν φιλάσθενος ...
- KRANKMELDEN... [sc. sich bzw. jemanden krankmelden] [frühere Schreibweise: krank melden] 1) δηλώνω άρρωστος (-η, -ο) [bzw.] δηλώνω ασθενής (-ής, -ές):...
- KRANKMELDUNG, die... [am Arbeitsplatz] = η δήλωση ασθένειας: • Schicken Sie die [= Ihre] Krankmeldung direkt an die Personalabteilung....
- KRANKSCHREIBEN... [frühere Schreibweise: krank schreiben] 1) [der Arzt einen Arbeitnehmer]: • Ich komme gerade vom Arzt....
- KRANZ, der... = το στεφάνι: • die Kränze [am Grab],...
- KRATZEN... = ξύνω: • Nikos kratzte sich am Kopf [wörtl.: kratzte seinen Kopf]. ° Ο Νίκος έξυσε το κεφάλι του. ...