KRAFTWERK, das


1) [allgemein (ohne Spezifizierung des Typs)]:

a) το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος *  //  το εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας **

*[DF+GF aus: Haushofer: Die Wand // ebenso: Schulze: Simple Storys]

**[DF+GF aus: Pons online]

b) ο σταθμός παραγωγής ενέργειας  [GF aus: Zeitung "Τα Νέα"]

c) [nur]: το εργοστάσιο  //  η μονάδα  [synonym]

[Anm.: Die beiden Ausdrücke werden (im Plural) in einem griechischen Zeitungs­artikel verwendet, der über Probleme der Stromversorgung durch eine Hitze­wel­le in Griechenland berichtet. Gebraucht werden in dem Artikel Formu­lie­run­gen wie:

"οι μονάδες της ΔΕΗ" // "τέσσερα παλαιά και ρυπογόνα εργοστάσια συνολικής ισχύος 1.600 ΜW" // "μια σύγχρονη μονάδα φυσικού αερίου στο Αλιβέρι που θα αντικαθιστούσε δύο πεπαλαιωμένες πετρελαϊκές, συνολικής ισχύος 300 ΜW" // "ο εκσυγχρονισμός του εργοστασίου στο Αλιβέρι" // "ο εκσυγχρονισμός των μονάδων" // "η νέα μονάδα στο Αλιβέρι" usw.]


2) [mit Spezifizierung des Typs]:

a) το εργοστάσιο + Zusatzausdruck:

• das Kernkraftwerk (das Atomkraftwerk)  °  το πυρηνικό εργοστάσιο  [bzw.]  το εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας  

• das Kohlekraftwerk  °  το θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο καύσης άνθρακα    [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg]

• das Wasserkraftwerk  °  το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο

b) ο σταθμός + Zusatzausdruck:

• das Kernkraftwerk (das Atomkraftwerk)  °  ο πυρηνικός σταθμός  [bzw.]  ο σταθμός ατομικής ενέργειας


Weitere Wörter:

Vorher
  • KRABBELN... = μπουσουλώ (-άς): • Das Baby krabbelt, es geht noch nicht. ° Tο μωρό μπουσουλάει, δεν περπατάει ακόμα. • ein [kleines] Kind,...
  • KRACH, der... = η φασαρία: • sie machen Krach (Lärm / Radau) [zB. die Soldaten; Blechteile,...
  • KRACHEN... 1) [als Geräusch]: • Ein Schuss kracht. ° Ένας πυροβολισμός πέφτει με δυνατό κρότο. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] 2) [iS von:...
  • KRÄCHZEN... = κράζω: • Ein großer schwarzer Vogel flog krächzend am offenen Fenster vorbei. ° Ένα μεγάλο μαύρο πουλί πέρασε κράζοντας απ’ το ανοιχτό παράθυρο....
  • KRAFT, die... 1) η δύναμη: a) [allgemein]: • Testen Sie Ihre Kraft. [indem Sie mit dem Hammer auf dieses Gerät (im Vergnügungs­park) schla­gen,...
  • KRÄFTEVERHÄLTNIS, das... [wie es zB. im Zentralkomitee der Partei (derzeit) be­steht] = ο συσχετισμός (των) δυνάμεων ...
  • KRAFTFAHRZEUG, das... [sc. Auto, Motorrad etc.] = το μηχανοκίνητο όχημα ...
  • KRAFTFAHRZEUG+... • die Kraftfahrzeugnummer / das Kraftfahrzeugkennzeichen [zB. die Autonummer] ° ο αριθμός κυκλοφορίας ...
  • KRÄFTIG... 1) δυνατός, -ή, -ό: • jünger, kräftiger, viel muskulöser als er [war Stelios] ° νεότερος, δυνατότερος, πολύ πιο μυώδης απ’ αυτόν 2) γερός, -ή, -ό:...
  • KRAFTPROBE, die... [im metaphorischen Sinne] = η αναμέτρηση ...
Nachher:
  • KRAGEN, der... = ο γιακάς: • sie stellten [wegen der Kälte] die Krägen [ihrer Mäntel] auf ° σηκώναν τους γιακάδες • der Hemdkragen ° ο γιακάς του πουκαμίσου [bzw....
  • KRÄHE, die... = η κουρούνα // [aber auch:] το κοράκι [= eigentlich: der Rabe] ...
  • KRAKAU... [Stadt in Polen] = η Κρακοβία ...
  • KRALLE, die... = το νύχι: • die scharfen Krallen [der Katze] ° τα κοφτερά νύχια ...
  • KRAMEN... 1) σκαλίζω: • Ich kramte (Ich stöberte) heute in dem grauen Feldkistchen [sc. einer Art kleinen Truhe für die persönlichen Gegenstände eines Soldaten],...
  • KRÄMER, der / KRÄMERIN, die... vgl. Greißler, der ...
  • KRAMPF, der... 1) η κράμπα:...
  • KRAN, der... = ο γερανός: • die Baukräne ° οι γερανοί οικοδομών ...
  • KRANK... 1) άρρωστος, -η, -ο: • Ich [weibl.] wusste nicht, wie lange ich krank gewesen war. ° Δεν ήξερα πόσο καιρό είχα μείνει άρρωστη. 2) [gehoben, offiziell]:...