MAILAND


=  το Μιλάνο   (Gen.: του Μιλάνου)


Weitere Wörter:

Vorher
  • MÄHDRESCHER, der... = η θεριζοαλωνιστική μηχανή ...
  • MÄHEN... 1) κουρεύω:...
  • MAHLEN... = αλέθω: • Mühlen, die so langsam mahlen, dass die Menschen verhungern, bevor sie sich das Mehl beschaffen (können) ° μύλοι που αλέθουν τόσο αργά,...
  • MAHLZEIT, die... = το γεύμα:...
  • MAHNUNG, die... [die man wegen geschuldeter Zahlungen bekommt] 1) το υπόμνημα [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys] [bzw.] η υπόμνηση [GF, EF ("reminder") + DF aus:...
  • MÄHREN... [Landesteil des heutigen Tschechien] = η Μοραβία ...
  • MÄHRISCH... = μοραβικός, -ή, -ό ...
  • MAI, der... = ο Μάιος (Gen: του Μαΐου / Akk.: το{ν} Μάιο) [bzw. (alltagssprachlich)]: ο Μάης (Gen.: του Μάη * / Akk.: το{ν} Μάη) *[literarisch auch:...
  • MAIL, die/das... [Kurzform für: E-Mail] s. E-Mail, die/das ...
  • MAIL+... • die Mailbox: s. eigenes Stichwort • vgl. im Übrigen E-Mail+ ...
Nachher:
  • MAILÄNDER / MAILÄNDISCH... = του Μιλάνου // μιλανέζικος, -η,...
  • MAILBOX, die... 1) το ηλεκτρονικό γραμματοκιβώτιο 2) το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: • Sobald er [auf seinem Computer] die Mailbox öffnete und sah,...
  • MAIN, der... [Fluss] = ο Μάιν [Anm.: ο !] ...
  • MAINE... [US-Bundesstaat] = το Μέιν ...
  • MAINZ... [Landeshauptstadt von Rheinland-Pfalz] = το Μάιντς [bzw.] η Μαγεντία ...
  • MAIS, der... = το καλαμπόκι ...
  • MAISONETTE, die... = η μεζονέτα ...
  • MAJESTÄT, die... 1) [König]: • Seine Majestät [der König] erwartete sie. ° Η Αυτού Μεγαλειότης τούς περίμενε. • An Seine Majestät,...
  • MAJESTÄTISCH... = μεγαλοπρεπής, -ής, -ές [bzw.] μεγαλόπρεπος, -η, -ο:...