MAJESTÄT, die


1) [König]:

• Seine Majestät [der König] erwartete sie.  °  Η Αυτού Μεγαλειότης τούς περίμενε.

• An Seine Majestät, (den) König […] [schriftliche Anrede]  °  Προς την Αυτού Μεγαλειότητα, τον Βασιλέα [...]

• eine Audienz bei Seiner Majestät dem König  °  μια ακρόαση στην Αυτού Μεγαλειότητα το βασιλιά

• "Majestät" [als mündliche Anrede eines Königs]  °  "Μεγαλειότατε"

[bzw.]

• "Eure Majestät[als mündliche Anrede eines Königs]  °  "η Μεγαλειότητά σας"


2) [Königin]:

• der Abgesandte (Delegierte) Ihrer Majestät, der Königin von Spanien  °  ο απεσταλμένος της Αυτής Μεγαλειότητος της Βασιλίσσης της Ισπανίας

• An Ihre Majestät, (die) Königin […] [schriftliche Anrede]  °  Προς την Αυτής Μεγαλειότητα, τη Βασίλισσα [...]

• Majestät [als mündliche Anrede einer Königin]  °  Μεγαλειοτάτη


Weitere Wörter:

Vorher
  • MAIL, die/das... [Kurzform für: E-Mail] s. E-Mail, die/das ...
  • MAIL+... • die Mailbox: s. eigenes Stichwort • vgl. im Übrigen E-Mail+ ...
  • MAILAND... = το Μιλάνο (Gen.: του Μιλάνου) ...
  • MAILÄNDER / MAILÄNDISCH... = του Μιλάνου // μιλανέζικος, -η,...
  • MAILBOX, die... 1) το ηλεκτρονικό γραμματοκιβώτιο 2) το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: • Sobald er [auf seinem Computer] die Mailbox öffnete und sah,...
  • MAIN, der... [Fluss] = ο Μάιν [Anm.: ο !] ...
  • MAINE... [US-Bundesstaat] = το Μέιν ...
  • MAINZ... [Landeshauptstadt von Rheinland-Pfalz] = το Μάιντς [bzw.] η Μαγεντία ...
  • MAIS, der... = το καλαμπόκι ...
  • MAISONETTE, die... = η μεζονέτα ...
Nachher:
  • MAJESTÄTISCH... = μεγαλοπρεπής, -ής, -ές [bzw.] μεγαλόπρεπος, -η, -ο:...
  • MAJONÄSE, die... s. Mayonnaise, die ...
  • MAKABER... = μακάβριος, -α, -ο ...
  • MAKE-UP, das... 1) το μακιγιάζ: • sie trägt Make-up ° φοράει μακιγιάζ 2) το μέικαπ [bzw.] το μέικ-απ * [bzw.] το μεϊκάπ * [bzw.] το μέικ απ **: *[Schreibweisen lt....
  • MAKELLOS... [zB. ein Körper] = χωρίς ατέλειες ...
  • MAKLER, der / MAKLERIN, die... 1) der Makler ° ο μεσίτης 2) die Maklerin ° η μεσίτρια ...
  • MAKLER+... • die Maklerprοvisionen / die Provisionen der Makler ° οι προμήθειες των μεσιτών ...
  • MAKRELE, die... [Fischart] = το σκουμπρί ...
  • MAKRO, das... (= der Makrobefehl) [Computerwesen] = η μακροεντολή ...