MAKE-UP, das
1) το μακιγιάζ:
• sie trägt Make-up ° φοράει μακιγιάζ
2) το μέικαπ [bzw.] το μέικ-απ * [bzw.] το μεϊκάπ * [bzw.] το μέικ απ **:
*[Schreibweisen lt. ΛΜΠ] // **[Schreibweise lt. ΛΚΝ]
• in der Arbeit trägt sie Make-up ° στη δουλειά φοράει μεϊκάπ
• sie läuft ins Bad(ezimmer), trägt ein leichtes Make-up auf, […] ° τρέχει στο μπάνιο, βάζει ένα ελαφρό μέικαπ, [...]
Weitere Wörter:
Vorher
- MAILBOX, die... 1) το ηλεκτρονικό γραμματοκιβώτιο 2) το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: • Sobald er [auf seinem Computer] die Mailbox öffnete und sah,...
- MAIN, der... [Fluss] = ο Μάιν [Anm.: ο !] ...
- MAINE... [US-Bundesstaat] = το Μέιν ...
- MAINZ... [Landeshauptstadt von Rheinland-Pfalz] = το Μάιντς [bzw.] η Μαγεντία ...
- MAIS, der... = το καλαμπόκι ...
- MAISONETTE, die... = η μεζονέτα ...
- MAJESTÄT, die... 1) [König]: • Seine Majestät [der König] erwartete sie. ° Η Αυτού Μεγαλειότης τούς περίμενε. • An Seine Majestät,...
- MAJESTÄTISCH... = μεγαλοπρεπής, -ής, -ές [bzw.] μεγαλόπρεπος, -η, -ο:...
- MAJONÄSE, die... s. Mayonnaise, die ...
- MAKABER... = μακάβριος, -α, -ο ...
Nachher:
- MAKELLOS... [zB. ein Körper] = χωρίς ατέλειες ...
- MAKLER, der / MAKLERIN, die... 1) der Makler ° ο μεσίτης 2) die Maklerin ° η μεσίτρια ...
- MAKLER+... • die Maklerprοvisionen / die Provisionen der Makler ° οι προμήθειες των μεσιτών ...
- MAKRELE, die... [Fischart] = το σκουμπρί ...
- MAKRO, das... (= der Makrobefehl) [Computerwesen] = η μακροεντολή ...
- MAL (I) [Multiplikationsvorgang]... 1) επί: • Wie viel ist (Wie viel macht) siebenundachtzig mal drei? ° ° Πόσο κάνουν ογδόντα εφτά επί τρία; 2) Sonstiges: • 2,...
- MAL (II) [umgangssprachlich iSv: einmal]...MAL (II) [umgangssprachlich iS von: einmal] 1) καμιά φορά: • Wenn er mal [= einmal / manchmal] ein bisschen mehr Geld hatte, ging er,...
- MAL, das... Übersicht: 1) [allgemein] 2) zwei Mal (drei Mal, …) so groß / so viel (wie ...) [etc.] 3) mit einem Mal [iS von:...
- MALARIA, die... = η ελονοσία ...