MAKLER+


• die Maklerprοvisionen / die Provisionen der Makler  °  οι προμήθειες των μεσιτών


Weitere Wörter:

Vorher
  • MAINZ... [Landeshauptstadt von Rheinland-Pfalz] = το Μάιντς [bzw.] η Μαγεντία ...
  • MAIS, der... = το καλαμπόκι ...
  • MAISONETTE, die... = η μεζονέτα ...
  • MAJESTÄT, die... 1) [König]: • Seine Majestät [der König] erwartete sie. ° Η Αυτού Μεγαλειότης τούς περίμενε. • An Seine Majestät,...
  • MAJESTÄTISCH... = μεγαλοπρεπής, -ής, -ές [bzw.] μεγαλόπρεπος, -η, -ο:...
  • MAJONÄSE, die... s. Mayonnaise, die ...
  • MAKABER... = μακάβριος, -α, -ο ...
  • MAKE-UP, das... 1) το μακιγιάζ: • sie trägt Make-up ° φοράει μακιγιάζ 2) το μέικαπ [bzw.] το μέικ-απ * [bzw.] το μεϊκάπ * [bzw.] το μέικ απ **: *[Schreibweisen lt....
  • MAKELLOS... [zB. ein Körper] = χωρίς ατέλειες ...
  • MAKLER, der / MAKLERIN, die... 1) der Makler ° ο μεσίτης 2) die Maklerin ° η μεσίτρια ...
Nachher:
  • MAKRELE, die... [Fischart] = το σκουμπρί ...
  • MAKRO, das... (= der Makrobefehl) [Computerwesen] = η μακροεντολή ...
  • MAL (I) [Multiplikationsvorgang]... 1) επί: • Wie viel ist (Wie viel macht) siebenundachtzig mal drei? ° ° Πόσο κάνουν ογδόντα εφτά επί τρία; 2) Sonstiges: • 2,...
  • MAL (II) [umgangssprachlich iSv: einmal]...MAL (II) [umgangssprachlich iS von: einmal] 1) καμιά φορά: • Wenn er mal [= einmal / manchmal] ein bisschen mehr Geld hatte, ging er,...
  • MAL, das... Übersicht: 1) [allgemein] 2) zwei Mal (drei Mal, …) so groß / so viel (wie ...) [etc.] 3) mit einem Mal [iS von:...
  • MALARIA, die... = η ελονοσία ...
  • MALAYSIA... = η Μαλαισία (Gen.: της Μαλαισίας) ...
  • MALAYSIER, der / MALAYSIERIN, die... 1) der Malaysier ° ο Μαλαισιανός (Pl.:...
  • MALAYSISCH... = μαλαισιανός, -ή, -ό // μαλαισιακός, -ή, -ό ...