MÄHEN
1) κουρεύω:
• den Rasen mähen ° κουρεύω το γκαζόν
• ich werde (jetzt) schnell den Rasen [in unserem Garten] mähen ° θα κουρέψω στα γρήγορα το γρασίδι
• der frisch gemähte (frischgemähte) Rasen (bzw.: das frisch gemähte {frischgemähte} Gras) ° το φρεσκοκουρεμένο γρασίδι
2) κόβω:
• das Gras (den Rasen) mähen ° κόβω το γρασίδι
• Ich mähte [mit einer Sense] Gras [auf der Bergwiese] und brachte es in den Stall. ° Έκοψα γρασίδι και το έφερα στο στάβλο.
• das Gras [auf der Bergwiese], das niemals gemäht worden war ° το γρασίδι, που δεν είχε κοπεί ποτέ
• das Gras (der Rasen) war frisch gemäht ° το γρασίδι ήταν φρεσκοκομμένο
3) θερίζω:
• ich mähte drei Stunden lang [mit einer Sense die Bergwiese] ° θέριζα επί τρεις ώρες
4) Sonstiges:
• das Mähen [zB. einer Bergwiese] ° ο θερισμός // το θέρισμα
Weitere Wörter:
- MAGNAT, der... = ο μεγιστάνας:...
- MAGNESIUM, das... = το μαγνήσιο ...
- MAGNET, der... = ο μαγνήτης ...
- MAGNETFELD, das... = το μαγνητικό πεδίο ...
- MAGNETISMUS, der... = ο μαγνητισμός ...
- MAGNETKARTE, die... [zB. zum Öffnen einer Garagentür] = η μαγνητική κάρτα ...
- MAGYARE, der... = ο Μαγυάρος (Pl.: die Magyaren = οι Μαγυάροι) ...
- MAHAGONI, das... 1) το μαόνι 2) το ακαζού: • es gab [in dem Hotelzimmer] Möbel aus Mahagoni ° είχε έπιπλα από ακαζού ...
- MAHAGONI+... • Er saß hinter einem großen Mahagoni-Schreibtisch. ° Καθόταν πίσω από ένα μεγάλο μαονένιο γραφείο. ...
- MÄHDRESCHER, der... = η θεριζοαλωνιστική μηχανή ...
- MAHLEN... = αλέθω: • Mühlen, die so langsam mahlen, dass die Menschen verhungern, bevor sie sich das Mehl beschaffen (können) ° μύλοι που αλέθουν τόσο αργά,...
- MAHLZEIT, die... = το γεύμα:...
- MAHNUNG, die... [die man wegen geschuldeter Zahlungen bekommt] 1) το υπόμνημα [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys] [bzw.] η υπόμνηση [GF, EF ("reminder") + DF aus:...
- MÄHREN... [Landesteil des heutigen Tschechien] = η Μοραβία ...
- MÄHRISCH... = μοραβικός, -ή, -ό ...
- MAI, der... = ο Μάιος (Gen: του Μαΐου / Akk.: το{ν} Μάιο) [bzw. (alltagssprachlich)]: ο Μάης (Gen.: του Μάη * / Akk.: το{ν} Μάη) *[literarisch auch:...
- MAIL, die/das... [Kurzform für: E-Mail] s. E-Mail, die/das ...
- MAIL+... • die Mailbox: s. eigenes Stichwort • vgl. im Übrigen E-Mail+ ...
- MAILAND... = το Μιλάνο (Gen.: του Μιλάνου) ...