MAGNETFELD, das


=  το μαγνητικό πεδίο


Weitere Wörter:

Vorher
  • MAGENGESCHWÜR, das... = το έλκος του στομάχου ...
  • MAGENSCHMERZEN, die... = ο στομαχόπονος [bzw.] οι στομαχόπονοι:...
  • MAGENSPÜLUNG, die... [zB. als Maßnahme nach einer Vergiftung] = η πλύση του στομάχου ...
  • MAGER... 1) [iS von: dünn]: a) αδύνατος, -η, -ο: • Obwohl er [= dieser Mann] schlank, fast mager, war,...
  • MAGERSÜCHTIG... • die magersüchtigen Frauen / die Magersüchtigen ° οι ανορεξικές γυναίκες ...
  • MAGHREB, der... • das Arabisch [= die arabische Sprache] der Länder des Maghreb (der Maghreb-Län­der) [wörtl.:...
  • MAGIE, die... = η μαγεία ...
  • MAGNAT, der... = ο μεγιστάνας:...
  • MAGNESIUM, das... = το μαγνήσιο ...
  • MAGNET, der... = ο μαγνήτης ...
Nachher:
  • MAGNETISMUS, der... = ο μαγνητισμός ...
  • MAGNETKARTE, die... [zB. zum Öffnen einer Garagentür] = η μαγνητική κάρτα ...
  • MAGYARE, der... = ο Μαγυάρος (Pl.: die Magyaren = οι Μαγυάροι) ...
  • MAHAGONI, das... 1) το μαόνι 2) το ακαζού: • es gab [in dem Hotelzimmer] Möbel aus Mahagoni ° είχε έπιπλα από ακαζού ...
  • MAHAGONI+... • Er saß hinter einem großen Mahagoni-Schreibtisch. ° Καθόταν πίσω από ένα μεγάλο μαονένιο γραφείο. ...
  • MÄHDRESCHER, der... = η θεριζοαλωνιστική μηχανή ...
  • MÄHEN... 1) κουρεύω:...
  • MAHLEN... = αλέθω: • Mühlen, die so langsam mahlen, dass die Menschen verhungern, bevor sie sich das Mehl beschaffen (können) ° μύλοι που αλέθουν τόσο αργά,...
  • MAHLZEIT, die... = το γεύμα:...