MAGYARE, der


=  ο Μαγυάρος  (Pl.: die Magyaren = οι Μαγυάροι)


Weitere Wörter:

Vorher
  • MAGER... 1) [iS von: dünn]: a) αδύνατος, -η, -ο: • Obwohl er [= dieser Mann] schlank, fast mager, war,...
  • MAGERSÜCHTIG... • die magersüchtigen Frauen / die Magersüchtigen ° οι ανορεξικές γυναίκες ...
  • MAGHREB, der... • das Arabisch [= die arabische Sprache] der Länder des Maghreb (der Maghreb-Län­der) [wörtl.:...
  • MAGIE, die... = η μαγεία ...
  • MAGNAT, der... = ο μεγιστάνας:...
  • MAGNESIUM, das... = το μαγνήσιο ...
  • MAGNET, der... = ο μαγνήτης ...
  • MAGNETFELD, das... = το μαγνητικό πεδίο ...
  • MAGNETISMUS, der... = ο μαγνητισμός ...
  • MAGNETKARTE, die... [zB. zum Öffnen einer Garagentür] = η μαγνητική κάρτα ...
Nachher:
  • MAHAGONI, das... 1) το μαόνι 2) το ακαζού: • es gab [in dem Hotelzimmer] Möbel aus Mahagoni ° είχε έπιπλα από ακαζού ...
  • MAHAGONI+... • Er saß hinter einem großen Mahagoni-Schreibtisch. ° Καθόταν πίσω από ένα μεγάλο μαονένιο γραφείο. ...
  • MÄHDRESCHER, der... = η θεριζοαλωνιστική μηχανή ...
  • MÄHEN... 1) κουρεύω:...
  • MAHLEN... = αλέθω: • Mühlen, die so langsam mahlen, dass die Menschen verhungern, bevor sie sich das Mehl beschaffen (können) ° μύλοι που αλέθουν τόσο αργά,...
  • MAHLZEIT, die... = το γεύμα:...
  • MAHNUNG, die... [die man wegen geschuldeter Zahlungen bekommt] 1) το υπόμνημα [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys] [bzw.] η υπόμνηση [GF, EF ("reminder") + DF aus:...
  • MÄHREN... [Landesteil des heutigen Tschechien] = η Μοραβία ...
  • MÄHRISCH... = μοραβικός, -ή, -ό ...