MAGERSÜCHTIG


• die magersüchtigen Frauen / die Magersüchtigen  °  οι ανορεξικές γυναίκες


Weitere Wörter:

Vorher
  • MADEIRA... [portugiesische Insel im Atlantik] = η Μαδέρα ...
  • MADRID... = η Μαδρίτη (Gen.: της Μαδρίτης) ...
  • MAFIA, die... = η μαφία ...
  • MAFIOSO, der... [= Angehöriger der Mafia] = ο μαφιόζος (Pl.: die Mafiosi = οι μαφιόζοι) ...
  • MAGAZIN, das... 1) [iS von: Lager]: η αποθήκη 2) [Zeitschrift bzw. Radio- oder Fernsehsendung]:...
  • MAGEN, der... 1) το στομάχι: • der leere Magen ° το άδειο στομάχι • der volle Magen ° το γεμάτο στομάχι • Vorgestern Abend aßen wir Muscheln im Piräus,...
  • MAGENGESCHWÜR, das... = το έλκος του στομάχου ...
  • MAGENSCHMERZEN, die... = ο στομαχόπονος [bzw.] οι στομαχόπονοι:...
  • MAGENSPÜLUNG, die... [zB. als Maßnahme nach einer Vergiftung] = η πλύση του στομάχου ...
  • MAGER... 1) [iS von: dünn]: a) αδύνατος, -η, -ο: • Obwohl er [= dieser Mann] schlank, fast mager, war,...
Nachher: