MAGER
1) [iS von: dünn]:
a) αδύνατος, -η, -ο:
• Obwohl er [= dieser Mann] schlank, fast mager, war, hatten seine Körpergröße und seine breite Schulter etwas Imposantes. ° Μ’ όλο που ήταν λεπτός, σχεδόν αδύνατος, το ύψος του και η φαρδιά πλάτη του είχαν κάτι το επιβλητικό.
b) λιγνός, -ή, -ό
2) [iS von: fettarm bzw. fettfrei]: άπαχος, -η, -ο:
• mageres Fleisch ° άπαχο κρέας
• Das magere [Fleisch-]Stück für Vater. Er mag kein Fett. ° Το άπαχο κομμάτι για τον πατέρα. Δεν του αρέσει το λίπος.
Weitere Wörter:
Vorher
- MÄDCHENNAME, der... • ihr Mädchenname [war ...] ° το πατρικό της όνομα ...
- MADEIRA... [portugiesische Insel im Atlantik] = η Μαδέρα ...
- MADRID... = η Μαδρίτη (Gen.: της Μαδρίτης) ...
- MAFIA, die... = η μαφία ...
- MAFIOSO, der... [= Angehöriger der Mafia] = ο μαφιόζος (Pl.: die Mafiosi = οι μαφιόζοι) ...
- MAGAZIN, das... 1) [iS von: Lager]: η αποθήκη 2) [Zeitschrift bzw. Radio- oder Fernsehsendung]:...
- MAGEN, der... 1) το στομάχι: • der leere Magen ° το άδειο στομάχι • der volle Magen ° το γεμάτο στομάχι • Vorgestern Abend aßen wir Muscheln im Piräus,...
- MAGENGESCHWÜR, das... = το έλκος του στομάχου ...
- MAGENSCHMERZEN, die... = ο στομαχόπονος [bzw.] οι στομαχόπονοι:...
- MAGENSPÜLUNG, die... [zB. als Maßnahme nach einer Vergiftung] = η πλύση του στομάχου ...
Nachher:
- MAGERSÜCHTIG... • die magersüchtigen Frauen / die Magersüchtigen ° οι ανορεξικές γυναίκες ...
- MAGHREB, der... • das Arabisch [= die arabische Sprache] der Länder des Maghreb (der Maghreb-Länder) [wörtl.:...
- MAGIE, die... = η μαγεία ...
- MAGNAT, der... = ο μεγιστάνας:...
- MAGNESIUM, das... = το μαγνήσιο ...
- MAGNET, der... = ο μαγνήτης ...
- MAGNETFELD, das... = το μαγνητικό πεδίο ...
- MAGNETISMUS, der... = ο μαγνητισμός ...
- MAGNETKARTE, die... [zB. zum Öffnen einer Garagentür] = η μαγνητική κάρτα ...