ANWIDERN


1) αηδιάζω:

• angewidert  °  αηδιασμένος, -η, -ο


2) προκαλώ αηδία:

• sein Anblick [sc.: der Anblick dieses Mannes] widert mich an  °  η θέα του μου προκαλεί αηδία

Weitere Wörter: