ANWESENDER (der Anwesende) / ANWESENDE, die


1) ο παρευρισκόμενος [bzw.] ο παραβρισκόμενος  //  η παρευρισκόμενη [bzw.] η παραβρισκόμενη:

• Die Anwesenden, die meisten [von ihnen] Teenager, [...]  °  Οι παρευρισκόμενοι, οι περισσότεροι teenagers, [...]


2) ο παρών  (Pl.: οι παρόντες / Akk.: τους παρόντες)  //  η παρούσα


3) Sonstiges:

• vor allen Anwesenden [beschimpfte er mich]  °  μπροστά σε όλους τους παρακαθήμενους


Weitere Wörter: