MIEF, der


=  η μούχλα:

• der Mief der bürgerlichen Gesellschaft  °  η μούχλα της αστικής κοινωνίας


Weitere Wörter:

Vorher
  • MEXIKO... = το Μεξικό (Gen.: του Μεξικού) ...
  • MEXIKO CITY... = η Πόλη του Μεξικού [bzw.] το Μέξικο Σίτι ...
  • MEZZOSOPRAN, der [bzw.] MEZZOSOPRANISTIN, die... = η μεσόφωνος [Anm.: η !]: • Agnes Baltsa, der Mezzosopran (die Mezzosopranistin) aus Lefkada, [......
  • MG, das... s. Maschinengewehr, das ...
  • MIAU... [Laut der Katze] = νιάου ...
  • MIAUEN... [von einer Katze] = νιαουρίζω ...
  • MICH... (dich / ihn [bzw.] sich / ...) A) [Personalpronomen (Akkusativ)]: [sc.: mich / dich / ihn - sie - es / uns / euch / sie] 1) [unbetonte Form]:...
  • MICHIGAN... [US-Bundesstaat] = το Μίσιγκαν ...
  • MICKRIG... s. unter armselig ...
  • MICRO+... vgl. Vokabel mit dem Bestandteil Mikro- ("Mikrochip, der", "Mikrocomputer, der" etc.) ...
Nachher:
  • MIENE, die... [sc. der Gesichtsausdruck / zu unterscheiden von Mine, die] 1) το ύφος: • [...], frage ich mit unschuldiger Miene (mit Unschuldsmiene). ° [...],...
  • MIES... • miese Jobs ° άθλιες δουλειές [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg] • Was für ein ~mieses (scheußliches) Wetter heute Abend [herrscht]! [sc. Kälte, Nebel etc....
  • MIETE, die... 1) [iS von: (Miet-)Zins (der zu bezahlen ist)] = το νοίκι * // το ενοίκιο * // το μίσθωμα *[synonym (wobei lt. Α. Μάνεσης:...
  • MIETEN... 1) (ε)νοικιάζω: [Anm. 1: Lt. Α. Μάνεσης: Η νεοελληνική γλώσσα στη νομική επιστήμη, S. 63,...
  • MIETER, der / MIETERIN, die... 1) der Mieter: a) ο ένοικος b) ο ενοικιαστής * c) ο μισθωτής * d) [lt. ΛΜΠ alltags­sprach­lich:] ο νοικάρης *[synonym] [Anm.:...
  • MIETVERHÄLTNIS, das... = η μίσθωση ...
  • MIETVERTRAG, der... = το μισθωτήριο (συμβόλαιο) // η μίσθωση [bzw. auch:...
  • MIETWAGEN, der... = το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο ...
  • MIETWOHNUNG, die... = το ενοικιαζόμενο διαμέρισμα ...