MIENE, die
[sc. der Gesichtsausdruck / zu unterscheiden von Mine, die]
1) το ύφος:
• [...], frage ich mit unschuldiger Miene (mit Unschuldsmiene). ° [...], ρωτάω με αθώο ύφος.
2) Sonstiges:
• Der Konsul verzog keine Miene. ° Το πρόσωπο του πρόξενου δεν έκανε τον παραμικρό μορφασμό. [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel]
Weitere Wörter:
Vorher
- MEXIKO CITY... = η Πόλη του Μεξικού [bzw.] το Μέξικο Σίτι ...
- MEZZOSOPRAN, der [bzw.] MEZZOSOPRANISTIN, die... = η μεσόφωνος [Anm.: η !]: • Agnes Baltsa, der Mezzosopran (die Mezzosopranistin) aus Lefkada, [......
- MG, das... s. Maschinengewehr, das ...
- MIAU... [Laut der Katze] = νιάου ...
- MIAUEN... [von einer Katze] = νιαουρίζω ...
- MICH... (dich / ihn [bzw.] sich / ...) A) [Personalpronomen (Akkusativ)]: [sc.: mich / dich / ihn - sie - es / uns / euch / sie] 1) [unbetonte Form]:...
- MICHIGAN... [US-Bundesstaat] = το Μίσιγκαν ...
- MICKRIG... s. unter armselig ...
- MICRO+... vgl. Vokabel mit dem Bestandteil Mikro- ("Mikrochip, der", "Mikrocomputer, der" etc.) ...
- MIEF, der... = η μούχλα: • der Mief der bürgerlichen Gesellschaft ° η μούχλα της αστικής κοινωνίας ...
Nachher:
- MIES... • miese Jobs ° άθλιες δουλειές [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg] • Was für ein ~mieses (scheußliches) Wetter heute Abend [herrscht]! [sc. Kälte, Nebel etc....
- MIETE, die... 1) [iS von: (Miet-)Zins (der zu bezahlen ist)] = το νοίκι * // το ενοίκιο * // το μίσθωμα *[synonym (wobei lt. Α. Μάνεσης:...
- MIETEN... 1) (ε)νοικιάζω: [Anm. 1: Lt. Α. Μάνεσης: Η νεοελληνική γλώσσα στη νομική επιστήμη, S. 63,...
- MIETER, der / MIETERIN, die... 1) der Mieter: a) ο ένοικος b) ο ενοικιαστής * c) ο μισθωτής * d) [lt. ΛΜΠ alltagssprachlich:] ο νοικάρης *[synonym] [Anm.:...
- MIETVERHÄLTNIS, das... = η μίσθωση ...
- MIETVERTRAG, der... = το μισθωτήριο (συμβόλαιο) // η μίσθωση [bzw. auch:...
- MIETWAGEN, der... = το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο ...
- MIETWOHNUNG, die... = το ενοικιαζόμενο διαμέρισμα ...
- MIGRÄNE, die... = η ημικρανία: • 750.000 Frauen [in Griechenland] leiden an Migräne ° 750....