MULTIKULTURELL
= πολυπολιτισμικός, -ή, -ό [bzw.] πολυ-πολιτισμικός, -ή, -ό:
• die multikulturelle Gesellschaft ° η πολυπολιτισμική κοινωνία [bzw.] η πολυ‑πολιτισμική κοινωνία
Weitere Wörter:
Vorher
- MÜLHAUSEN... [bei Basel (Flughafen)] = η Μυλούζη ...
- MÜLL, der... 1) τα σκουπίδια: • der Müll / der Abfall / der Mist ° τα σκουπίδια (Gen.: των σκουπιδιών) • in den Müll werfen / wegwerfen [zB. Lebensmittel,...
- MULL, der... [sc. Verbandmull] s. Gaze, die ...
- MÜLL+... 1) die Müllabfuhr: • die Müllabfuhr [iS von: die Müllbeseitigung (zB....
- MULLAH, der... [islamischer Geistlicher bzw. Gelehrter] = ο μουλάς (Pl.: οι μουλάδες) ...
- MÜLLER, der / MÜLLERIN, die... 1) der Müller ° ο μυλωνάς 2) die Müllerin ° η μυλωνού:...
- MULTI-MODAL+... • der Multi-Modal-Transport ° η συνδυασμένη μεταφορά ...
- MULTI, der... [= das multinationale Unternehmen] • die Multis (= die multinationalen Unternehmen) ° οι πολυεθνικές ...
- MULTIFUNKTIONSGERÄT, das... [= Kombination von Kopierer, Drucker und Scanner in einem einzigen Gerät] = το πολυμηχάνημα ...
- MULTIKULTURALITÄT, die... = η πολυπολιτισμικότητα ...
Nachher:
- MULTILATERAL... = πολυμερής, -ής, -ές: • ein multilaterales Handelsabkommen ° μια πολυμερής εμπορική συμφωνία ...
- MULTIMILLIONÄR, der / MULTIMILLIONÄRIN, die... 1) der Multimillionär ° ο πολυεκατομμυριούχος 2) die Multimillionärin ° .... ...
- MULTINATIONAL... = πολυεθνικός, -ή, -ό: • die multinationalen Gesellschaften (Firmen) ° οι πολυεθνικές εταιρίες ...
- MULTIPLE-CHOICE+... = … των πολλαπλών επιλογών: • Es wird [als Prüfungsmodus ab dem neuen Jahr] das Multiple-Choice-System gelten. [......
- MULTIPLIKATION, die... [in der Mathematik] = ο πολλαπλασιασμός ...
- MULTIPLIZIEREN... = πολλαπλασιάζω:...
- MUMIE, die... = η μούμια: • [alt-]ägyptische Mumien ° αιγυπτιακές μούμιες ...
- MUMPS, der/die... [Infektionskrankheit] = η παρωτίτιδα // οι μαγουλάδες • ich habe Mumps ° έχω μαγουλάδες ...
- MÜNCHEN... = το Μόναχο (Gen.: του Μονάχου) ...