MULTIPLIZIEREN


=  πολλαπλασιάζω:

• Wir dividieren das geistige Alter [in Monaten] durch das Lebensalter [in Monaten] und multiplizieren den [so ermittelten] Quotienten mit 100. [Berechnungsformel für den Intelli­genzquotienten]  °  Διαιρούμε τη νοητική ηλικία διά της χρονολογικής και πολλαπλασιάζουμε το πηλίκο επί 100.

• Addiere, subtrahiere, multipliziere und dividiere die Zahlen 100 und 5.  °  Πρόσθεσε, αφαίρεσε, πολλαπλασίασε και διαίρεσε τους αριθμούς 100 και 5.


Weitere Wörter:

Vorher
  • MULTI-MODAL+... • der Multi-Modal-Transport ° η συνδυασμένη μεταφορά ...
  • MULTI, der... [= das multinationale Unternehmen] • die Multis (= die multinationalen Unternehmen) ° οι πολυεθνικές ...
  • MULTIFUNKTIONSGERÄT, das... [= Kombination von Kopierer, Drucker und Scanner in einem einzigen Gerät] = το πολυμηχάνημα ...
  • MULTIKULTURALITÄT, die... = η πολυπολιτισμικότητα ...
  • MULTIKULTURELL... = πολυπολιτισμικός, -ή, -ό [bzw.] πολυ-πολιτισμικός, -ή, -ό: • die multikulturelle Gesellschaft ° η πολυπολιτισμική κοινωνία [bzw....
  • MULTILATERAL... = πολυμερής, -ής, -ές: • ein multilaterales Handelsabkommen ° μια πολυμερής εμπορική συμφωνία ...
  • MULTIMILLIONÄR, der / MULTIMILLIONÄRIN, die... 1) der Multimillionär ° ο πολυεκατομμυριούχος 2) die Multimillionärin ° .... ...
  • MULTINATIONAL... = πολυεθνικός, -ή, -ό: • die multinationalen Gesellschaften (Firmen) ° οι πολυεθνικές εταιρίες ...
  • MULTIPLE-CHOICE+... = … των πολλαπλών επιλογών: • Es wird [als Prüfungsmodus ab dem neuen Jahr] das Multiple-Choice-System gelten. [......
  • MULTIPLIKATION, die... [in der Mathematik] = ο πολλαπλασιασμός ...
Nachher:
  • MUMIE, die... = η μούμια: • [alt-]ägyptische Mumien ° αιγυπτιακές μούμιες ...
  • MUMPS, der/die... [Infektionskrankheit] = η παρωτίτιδα // οι μαγουλάδες • ich habe Mumps ° έχω μαγουλάδες ...
  • MÜNCHEN... = το Μόναχο (Gen.: του Μονάχου) ...
  • MUND, der... = το στόμα: • Wirst du [jetzt] endlich deinen Mund halten? ° Θα κλείσεις το στόμα σου, επιτέλους; • Genau das wollte ich auch sagen, Eleni....
  • MÜNDEN... [zB. die Donau ins Schwarze Meer] = εκβάλλω ...
  • MUNDGERUCH, der... 1) η δυσάρεστη αναπνοή [Pons online] // η κακοσμία του στόματος 2) Sonstiges:...
  • MUNDHARMONIKA, die... = η φυσαρμόνικα ...
  • MUNDHYGIENE, die... = η στοματική υγιεινή: • Das beste Mittel, um unser Zahnfleisch und unsere Zähne gesund zu erhalten, ist die richtige Mundhygiene....
  • MÜNDIG... = υπεύθυνος, -η, -ο:...