MÜNDIG
= υπεύθυνος, -η, -ο:
• wir werden für eine Gesellschaft mündiger Bürger kämpfen ° θα αγωνιστούμε για μια κοινωνία πολιτών υπεύθυνων
Weitere Wörter:
Vorher
- MULTIPLIKATION, die... [in der Mathematik] = ο πολλαπλασιασμός ...
- MULTIPLIZIEREN... = πολλαπλασιάζω:...
- MUMIE, die... = η μούμια: • [alt-]ägyptische Mumien ° αιγυπτιακές μούμιες ...
- MUMPS, der/die... [Infektionskrankheit] = η παρωτίτιδα // οι μαγουλάδες • ich habe Mumps ° έχω μαγουλάδες ...
- MÜNCHEN... = το Μόναχο (Gen.: του Μονάχου) ...
- MUND, der... = το στόμα: • Wirst du [jetzt] endlich deinen Mund halten? ° Θα κλείσεις το στόμα σου, επιτέλους; • Genau das wollte ich auch sagen, Eleni....
- MÜNDEN... [zB. die Donau ins Schwarze Meer] = εκβάλλω ...
- MUNDGERUCH, der... 1) η δυσάρεστη αναπνοή [Pons online] // η κακοσμία του στόματος 2) Sonstiges:...
- MUNDHARMONIKA, die... = η φυσαρμόνικα ...
- MUNDHYGIENE, die... = η στοματική υγιεινή: • Das beste Mittel, um unser Zahnfleisch und unsere Zähne gesund zu erhalten, ist die richtige Mundhygiene....
Nachher:
- MÜNDLICH... 1) προφορικός, -ή, -ό: • mündliche Prüfungen [im Gegensatz zu schriftlichen] ° προφορικές εξετάσεις 2) Sonstiges:...
- MUNDLÖSUNG, die... s. Mundspülung, die ...
- MUNDPROPAGANDA, die... 1) η προφορική διάδοση [Pons online] 2) Sonstiges: • Die Leute kommen ~durch Mundpropaganda [in mein Restaurant], ohne viel Reklame....
- MUNDSCHUTZ, der... [genau genommen:...
- MUNDSPÜLUNG, die... (Mundlösung, die / Mundwasser, das) [Flüssigkeit zur Mundhygiene] = το στοματικό διάλυμα ...
- MÜNDUNG, die... [eines Flusses] = η εκβολή ...
- MUNDWASSER, das... s. Mundspülung, die ...
- MUNDWINKEL, der... 1) η άκρη του στόματος: • seine Mundwinkel ° οι άκρες του στόματός του 2) Sonstiges:...
- MUNITION, die... [für Waffen] = τα πυρομαχικά ...