MUND, der
= το στόμα:
• Wirst du [jetzt] endlich deinen Mund halten? ° Θα κλείσεις το στόμα σου, επιτέλους;
• Genau das wollte ich auch sagen, Eleni. Du hast mir die Worte [wörtl.: du hast es mir] aus dem Mund genommen. Ich hatte genau den gleichen Gedanken und wollte ihn dir jetzt sagen. ° Αυτό ακριβώς ήθελα να πω κι εγώ, Ελένη. Από το στόμα μου το πήρες. Έκανα ακριβώς την ίδια σκέψη και ήθελα τώρα να σου την πω.
• ein Name, der in aller Munde war / ein Name, der von Mund zu Mund ging ° όνομα που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]
Weitere Wörter:
Vorher
- MULTIKULTURELL... = πολυπολιτισμικός, -ή, -ό [bzw.] πολυ-πολιτισμικός, -ή, -ό: • die multikulturelle Gesellschaft ° η πολυπολιτισμική κοινωνία [bzw....
- MULTILATERAL... = πολυμερής, -ής, -ές: • ein multilaterales Handelsabkommen ° μια πολυμερής εμπορική συμφωνία ...
- MULTIMILLIONÄR, der / MULTIMILLIONÄRIN, die... 1) der Multimillionär ° ο πολυεκατομμυριούχος 2) die Multimillionärin ° .... ...
- MULTINATIONAL... = πολυεθνικός, -ή, -ό: • die multinationalen Gesellschaften (Firmen) ° οι πολυεθνικές εταιρίες ...
- MULTIPLE-CHOICE+... = … των πολλαπλών επιλογών: • Es wird [als Prüfungsmodus ab dem neuen Jahr] das Multiple-Choice-System gelten. [......
- MULTIPLIKATION, die... [in der Mathematik] = ο πολλαπλασιασμός ...
- MULTIPLIZIEREN... = πολλαπλασιάζω:...
- MUMIE, die... = η μούμια: • [alt-]ägyptische Mumien ° αιγυπτιακές μούμιες ...
- MUMPS, der/die... [Infektionskrankheit] = η παρωτίτιδα // οι μαγουλάδες • ich habe Mumps ° έχω μαγουλάδες ...
- MÜNCHEN... = το Μόναχο (Gen.: του Μονάχου) ...
Nachher:
- MÜNDEN... [zB. die Donau ins Schwarze Meer] = εκβάλλω ...
- MUNDGERUCH, der... 1) η δυσάρεστη αναπνοή [Pons online] // η κακοσμία του στόματος 2) Sonstiges:...
- MUNDHARMONIKA, die... = η φυσαρμόνικα ...
- MUNDHYGIENE, die... = η στοματική υγιεινή: • Das beste Mittel, um unser Zahnfleisch und unsere Zähne gesund zu erhalten, ist die richtige Mundhygiene....
- MÜNDIG... = υπεύθυνος, -η, -ο:...
- MÜNDLICH... 1) προφορικός, -ή, -ό: • mündliche Prüfungen [im Gegensatz zu schriftlichen] ° προφορικές εξετάσεις 2) Sonstiges:...
- MUNDLÖSUNG, die... s. Mundspülung, die ...
- MUNDPROPAGANDA, die... 1) η προφορική διάδοση [Pons online] 2) Sonstiges: • Die Leute kommen ~durch Mundpropaganda [in mein Restaurant], ohne viel Reklame....
- MUNDSCHUTZ, der... [genau genommen:...