MUNDLÖSUNG, die


s. Mundspülung, die


Weitere Wörter:

Vorher
  • MUMIE, die... = η μούμια: • [alt-]ägyptische Mumien ° αιγυπτιακές μούμιες ...
  • MUMPS, der/die... [Infektionskrankheit] = η παρωτίτιδα // οι μαγουλάδες • ich habe Mumps ° έχω μαγουλάδες ...
  • MÜNCHEN... = το Μόναχο (Gen.: του Μονάχου) ...
  • MUND, der... = το στόμα: • Wirst du [jetzt] endlich deinen Mund halten? ° Θα κλείσεις το στόμα σου, επιτέλους; • Genau das wollte ich auch sagen, Eleni....
  • MÜNDEN... [zB. die Donau ins Schwarze Meer] = εκβάλλω ...
  • MUNDGERUCH, der... 1) η δυσάρεστη αναπνοή [Pons online] // η κακοσμία του στόματος 2) Sonstiges:...
  • MUNDHARMONIKA, die... = η φυσαρμόνικα ...
  • MUNDHYGIENE, die... = η στοματική υγιεινή: • Das beste Mittel, um unser Zahnfleisch und unsere Zähne gesund zu erhalten, ist die richtige Mundhygiene....
  • MÜNDIG... = υπεύθυνος, -η, -ο:...
  • MÜNDLICH... 1) προφορικός, -ή, -ό: • mündliche Prüfungen [im Gegensatz zu schriftlichen] ° προφορικές εξετάσεις 2) Sonstiges:...
Nachher:
  • MUNDPROPAGANDA, die... 1) η προφορική διάδοση [Pons online] 2) Sonstiges: • Die Leute kommen ~durch Mundpropaganda [in mein Restaurant], ohne viel Reklame....
  • MUNDSCHUTZ, der... [genau genommen:...
  • MUNDSPÜLUNG, die... (Mundlösung, die / Mundwasser, das) [Flüssigkeit zur Mund­hygiene] = το στοματικό διάλυμα ...
  • MÜNDUNG, die... [eines Flusses] = η εκβολή ...
  • MUNDWASSER, das... s. Mundspülung, die ...
  • MUNDWINKEL, der... 1) η άκρη του στόματος: • seine Mundwinkel ° οι άκρες του στόματός του 2) Sonstiges:...
  • MUNITION, die... [für Waffen] = τα πυρομαχικά ...
  • MÜNZE, die... 1) το κέρμα: • 4.000 Drachmen in Banknoten und 3.000 Drachmen in Münzen ° 4.000 δραχμές σε χαρτονομίσματα και 3....
  • MÜNZPRÄGUNG, die... [sc. das Prägen von Münzen] = η κοπή νομισμάτων // η νομισματοκοπία ...