MUSIKWECKER, der
Weitere Wörter:
Vorher
- MUSEUM, das... = το μουσείο: • das Schubert-Museum [in Wien] ° το Μουσείο Σούμπερτ ...
- MUSICAL, das... [zB.: "West Side Story"] = το μιούζικαλ (Pl.: die Musicals = τα μιούζικαλ) ...
- MUSICAL+... • Andrew Lloyd Webber ist vielleicht der beliebteste und produktivste Musicalkomponist seiner Generation....
- MUSIK, die... = η μουσική ...
- MUSIKALISCH... = μουσικός, -ή, -ό: • Ich finde ihn [sc. Takis] sehr musikalisch. ° Τον βρίσκω πολύ μουσικό....
- MUSIKALITÄT, die... [eines Menschen] = η μουσικότητα ...
- MUSIKER, der / MUSIKERIN, die... 1) der Musiker ° ο μουσικός 2) die Musikerin ° η μουσικός ...
- MUSIKFREUND, der... • die Gesellschaft der Musikfreunde [in Wien] ° η Εταιρεία των Φίλων της Μουσικής ...
- MUSIKINSTRUMENT, das... = το μουσικό όργανο ...
- MUSIKRICHTUNG, die... = το μουσικό είδος ([bzw.] το είδος της μουσικής [etc.]): • Schwierig bis unmöglich [ist es], sie [sc....
Nachher:
- MUSIKWISSENSCHAFT, die... = η μουσικολογία ...
- MUSIKWISSENSCHAFTLER, der / MUSIKWISSENSCHAFTLERIN, die...MUSIKWISSENSCHAFTLER, der / MUSIKWISSENSCHAFTLERIN,...
- MUSIZIEREN... • in allen Bereichen der Athener U-Bahn ist das Musizieren nicht gestattet ° σε όλους τους χώρους του Μετρό της Αθήνας δεν επιτρέπεται το παίξιμο μουσικών οργάνων ...
- MUSKATNUSS, die... = το μοσχοκάρυδο ...
- MUSKEL, der... = ο μυς * // ο μυώνας ** *(Gen.: του μυός / Akk.: τον μυ) (Pl.: οι μύες [bzw.] οι μυς / Gen.: των μυών / Akk.: τους μύες [bzw.] τους μυς) **(Pl.:...
- MUSKEL+... • Muskelkrämpfe ° μυϊκές κράμπες • Muskelschmerzen ° μυϊκοί πόνοι // πόνοι στους μυς • die Muskelzellen ° τα μυϊκά κύτταρα ...
- MUSKULÖS... = μυώδης, -ης, -ες: • jünger, kräftiger, viel muskulöser als er [war Stelios] ° νεότερος, δυνατότερος,...
- MÜSLI, das... = το μούσλι ...
- MUSLIM, der / MUSLIMIN [bzw.] MUSLIMA, die... vgl. Moslem, der / Moslemin, die ...