MUSKEL+


• Muskelkrämpfe  °  μυϊκές κράμπες

• Muskelschmerzen  °  μυϊκοί πόνοι  //  πόνοι στους μυς

• die Muskelzellen  °  τα μυϊκά κύτταρα


Weitere Wörter:

Vorher
  • MUSIKER, der / MUSIKERIN, die... 1) der Musiker ° ο μουσικός 2) die Musikerin ° η μουσικός ...
  • MUSIKFREUND, der... • die Gesellschaft der Musikfreunde [in Wien] ° η Εταιρεία των Φίλων της Μουσικής ...
  • MUSIKINSTRUMENT, das... = το μουσικό όργανο ...
  • MUSIKRICHTUNG, die... = το μουσικό είδος ([bzw.] το είδος της μουσικής [etc.]): • Schwierig bis unmöglich [ist es], sie [sc....
  • MUSIKWECKER, der... s. Radiowecker, der ...
  • MUSIKWISSENSCHAFT, die... = η μουσικολογία ...
  • MUSIKWISSENSCHAFTLER, der / MUSIKWISSENSCHAFTLERIN, die...MUSIKWISSENSCHAFTLER, der / MUSIKWISSENSCHAFTLERIN,...
  • MUSIZIEREN... • in allen Bereichen der Athener U-Bahn ist das Musizieren nicht gestattet ° σε όλους τους χώρους του Μετρό της Αθήνας δεν επιτρέπεται το παίξιμο μουσικών οργάνων ...
  • MUSKATNUSS, die... = το μοσχοκάρυδο ...
  • MUSKEL, der... = ο μυς * // ο μυώνας ** *(Gen.: του μυός / Akk.: τον μυ) (Pl.: οι μύες [bzw.] οι μυς / Gen.: των μυών / Akk.: τους μύες [bzw.] τους μυς) **(Pl.:...
Nachher:
  • MUSKULÖS... = μυώδης, -ης, -ες: • jünger, kräftiger, viel muskulöser als er [war Stelios] ° νεότερος, δυνατότερος,...
  • MÜSLI, das... = το μούσλι ...
  • MUSLIM, der / MUSLIMIN [bzw.] MUSLIMA, die... vgl. Moslem, der / Moslemin, die ...
  • MUSLIMISCH... vgl. moslemisch ...
  • MÜSSEN... Übersicht: 1) πρέπει να [bzw.] θα πρέπει να 2) αναγκάζομαι να 3) είμαι υποχρεωμένος (-η, -ο) να 4) χρειάζομαι να [bzw.] χρειάζεται να (+ Verb in 1....
  • MÜSSIG (müßig)... • Müßig [= es ist müßig / überflüssig], dass ich über jene endlose Reise mit dem Auto­bus spreche (= erzähle),...
  • MÜSSIGGANG (Müßiggang), der... • "Müßiggang ist aller Laster Anfang" ° "αργία μήτηρ πάσης κακίας" ...
  • MÜSSTE... (bzw.: hätte müssen) Übersicht: 1) θα πρέπει να 2) θα έπρεπε να 3) έπρεπε να 4) Sonstiges 1) θα πρέπει να:...
  • MUSTER, das... 1) [iS von: Objekt zur probeweisen Ansicht; Vorlage]: a) το δείγμα:...