MUSKEL, der


=  ο μυς *  //  ο μυώνας **

*(Gen.: του μυός / Akk.: τον μυ)

  (Pl.: οι μύες [bzw.] οι μυς / Gen.: των μυών / Akk.: τους μύες [bzw.] τους μυς)

**(Pl.: οι μυώνες / Gen.: των μυώνων)


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher:
  • MUSKEL+... • Muskelkrämpfe ° μυϊκές κράμπες • Muskelschmerzen ° μυϊκοί πόνοι // πόνοι στους μυς • die Muskelzellen ° τα μυϊκά κύτταρα ...
  • MUSKULÖS... = μυώδης, -ης, -ες: • jünger, kräftiger, viel muskulöser als er [war Stelios] ° νεότερος, δυνατότερος,...
  • MÜSLI, das... = το μούσλι ...
  • MUSLIM, der / MUSLIMIN [bzw.] MUSLIMA, die... vgl. Moslem, der / Moslemin, die ...
  • MUSLIMISCH... vgl. moslemisch ...
  • MÜSSEN... Übersicht: 1) πρέπει να [bzw.] θα πρέπει να 2) αναγκάζομαι να 3) είμαι υποχρεωμένος (-η, -ο) να 4) χρειάζομαι να [bzw.] χρειάζεται να (+ Verb in 1....
  • MÜSSIG (müßig)... • Müßig [= es ist müßig / überflüssig], dass ich über jene endlose Reise mit dem Auto­bus spreche (= erzähle),...
  • MÜSSIGGANG (Müßiggang), der... • "Müßiggang ist aller Laster Anfang" ° "αργία μήτηρ πάσης κακίας" ...
  • MÜSSTE... (bzw.: hätte müssen) Übersicht: 1) θα πρέπει να 2) θα έπρεπε να 3) έπρεπε να 4) Sonstiges 1) θα πρέπει να:...