NEW MEXICO

[US-Bundesstaat]


=  το Νιου Μέξικο


Weitere Wörter:

Vorher
  • NEUSEELÄNDER, der / NEUSEELÄNDERIN, die... 1) der Neuseeländer ° ο Νεοζηλανδός 2) die Neuseeländerin ° η Νεοζηλανδή ...
  • NEUSEELÄNDISCH... 1) [personenbezogen]: νεοζηλανδός / νεοζηλανδή 2) [sachbezogen]: νεοζηλανδικός, -ή, -ό // [alltagssprachlich auch:] νεοζηλανδέζικος, ‑η,...
  • NEUSTART, der... [eines Computers (sc. sein neuerliches Hochfahren)] = η επανεκκίνηση ...
  • NEUTRAL... = ουδέτερος, -η, -ο: • der neutrale Staat ° το ουδέτερο κράτος ...
  • NEUTRALISIEREN... [iS von: ausgleichen, einer Sache die Wirkung nehmen] = ουδετεροποιώ (-είς) ...
  • NEUTRALITÄT, die... [eines Staates] = η ουδετερότητα ...
  • NEUTRON, das... = το νετρόνιο ...
  • NEUWAHL, die [bzw.] NEUWAHLEN, die... = οι νέες εκλογές ...
  • NEUZEIT, die... [Geschichtsepoche] = η νεότερη εποχή (bzw. η Νεότερη Εποχή) // οι νεότεροι χρόνοι (bzw. οι Νεότεροι Χρόνοι): • nicht nur im Mittelalter,...
  • NEUZUGANG, der... • Neuzugänge [zB. (eine Liste der) Bücher,...
Nachher:
  • NEW ORLEANS... [Stadt in den USA] = η Νέα Ορλεάνη (Gen.: της Νέας Ορλεάνης) ...
  • NEW YORK... = η Νέα Υόρκη ...
  • NEW YORKER... 1) der New Yorker / die New Yorkerin [Person] ° ο Νεοϋορκέζος / η Νεοϋορκέζα 2) [Adjektiv – personenbezogen]:...
  • NEWSLETTER, der... = το ηλεκτρονικό ενημερωτικό δελτίο ...
  • NGO, die...NGO,...
  • NIAGARAFÄLLE, die... = οι Καταρράκτες (του) Νιαγάρα ...
  • NIBELUNGEN, die... • "Der Ring des Nibelungen" [Opernzyklus von Richard Wagner] ° "Το Δαχτυλίδι των Νιμπελού(ν)γκεν" ...
  • NICARAGUA... s. Nikaragua ...
  • NICHT... Übersicht: 1) [unmittelbar oder mittelbar vor einem Verb] 2) [ohne Verbindung mit einem Verb (bzw....