NEW YORKER


1) der New Yorker / die New Yorkerin [Person]  °  ο Νεοϋορκέζος / η Νεοϋορκέζα


2) [Adjektiv – personenbezogen]: νεοϋορκέζος / νεοϋορκέζα


3) [Adjektiv – sachbezogen]: νεοϋορκέζικος, -η, -ο


Weitere Wörter:

Vorher
  • NEUTRAL... = ουδέτερος, -η, -ο: • der neutrale Staat ° το ουδέτερο κράτος ...
  • NEUTRALISIEREN... [iS von: ausgleichen, einer Sache die Wirkung nehmen] = ουδετεροποιώ (-είς) ...
  • NEUTRALITÄT, die... [eines Staates] = η ουδετερότητα ...
  • NEUTRON, das... = το νετρόνιο ...
  • NEUWAHL, die [bzw.] NEUWAHLEN, die... = οι νέες εκλογές ...
  • NEUZEIT, die... [Geschichtsepoche] = η νεότερη εποχή (bzw. η Νεότερη Εποχή) // οι νεότεροι χρόνοι (bzw. οι Νεότεροι Χρόνοι): • nicht nur im Mittelalter,...
  • NEUZUGANG, der... • Neuzugänge [zB. (eine Liste der) Bücher,...
  • NEW MEXICO... [US-Bundesstaat] = το Νιου Μέξικο ...
  • NEW ORLEANS... [Stadt in den USA] = η Νέα Ορλεάνη (Gen.: της Νέας Ορλεάνης) ...
  • NEW YORK... = η Νέα Υόρκη ...
Nachher:
  • NEWSLETTER, der... = το ηλεκτρονικό ενημερωτικό δελτίο ...
  • NGO, die...NGO,...
  • NIAGARAFÄLLE, die... = οι Καταρράκτες (του) Νιαγάρα ...
  • NIBELUNGEN, die... • "Der Ring des Nibelungen" [Opernzyklus von Richard Wagner] ° "Το Δαχτυλίδι των Νιμπελού(ν)γκεν" ...
  • NICARAGUA... s. Nikaragua ...
  • NICHT... Übersicht: 1) [unmittelbar oder mittelbar vor einem Verb] 2) [ohne Verbindung mit einem Verb (bzw....
  • NICHT EINMAL... Übersicht: 1) δεν ... ούτε [bzw.] ούτε (... δεν) 2) δεν ... ούτε καν [bzw.] ούτε καν (... δεν) 3) δεν ......
  • NICHT MEHR... [sc.: anders als früher (etc.)] 1) δεν ... πια [bzw.] ούτε ... πια [bzw.] όχι πια: • Ich will die Kinder [anders als früher] jetzt nicht mehr sehen....
  • NICHTE, die... 1) η ανιψιά: • seine Nichte ° η ανιψιά του 2) Sonstiges: • ihre Neffen und Nichten ° τα ανίψια της * *[Anm.: vgl. ΛΚΝ:...