RÖMISCH-KATHOLISCH


=  Ρωμαιοκαθολικός, -ή, -ό:

• der Bräutigam ist römisch-katholisch  °  ο γαμπρός είναι Ρωμαιοκαθολικός

• die römisch-katholische Kirche  °  η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία


Weitere Wörter:

Vorher
  • ROM... = η Ρώμη ...
  • ROMA, die... (Singular: der Rom) [= korrekter Ausdruck an Stelle von "Zigeuner"] = οι Ρομ 1) [bzw.] οι Ρόμα 2) [bzw.] οι Ρομά 3) // οι Αθίγγανοι 4) 1) [s....
  • ROMAN, der... = το μυθιστόρημα ...
  • ROMAN+... • die Romanautorin / die Romanschriftstellerin ° η μυθιστοριογράφος ...
  • ROMANISCH... 1) ρομανικός, -ή, -ό (bzw. auch [lt. ΛΜΠ unrichtig]: ρωμανικός, -ή, -ό): • der romanische Stil [zB....
  • ROMANTIK, die... • die Romantik [zB. in einer Beziehung] ° ο ρομαντισμός ...
  • ROMANTISCH... = ρομαντικός, -ή, -ό ...
  • ROMEO... • "Romeo und Julia" [von Shakespeare] ° "Ρωμαίος και Ιουλιέτ(τ)α" ...
  • RÖMER, der / RÖMERIN, die... • die Römer [als Volk der Antike] ° οι Ρωμαίοι (Gen.: των Ρωμαίων / Akk.: τους Ρωμαίους) ...
  • RÖMISCH... 1) [(das antike) Rom betreffend bzw. ihm zugehörig]: a) [personenbezogen]: Ρωμαίος / Ρωμαία: • er [zB....
Nachher:
  • RÖNTGEN [Verb]... 1) ακτινογραφώ (-είς) 2) κάνω (μια) ακτινογραφία // βγάζω (μια) ακτινογραφία: • Sie sollten sich röntgen lassen....
  • RÖNTGEN, das... 1) η ακτινογραφία: • das Gehirnröntgen ° η ακτινογραφία εγκεφάλου • Sie sollten ein Röntgen machen lassen. (Sie sollten sich röntgen lassen....
  • RÖNTGEN+... 1) die Röntgenabteilung [eines Spitals]: s. die Röntgenstation 2) das Röntgenbild / die Röntgenaufnahme ° η ακτινογραφία: • Man sagte ihm [sc....
  • RÖNTGENOLOGE, der / RÖNTGENOLOGIN, die... (Röntgenfacharzt, der / Röntgenfachärztin,...
  • ROSA... [Farbe] = ροζ ...
  • ROSAROT... vgl. rosa [bzw.] rosig ...
  • ROSE, die... = το τριαντάφυλλο // το ρόδο ...
  • ROSENKAVALIER, der... (= "Der Rosenkavalier") [Oper von Richard Strauss] = "Ο Ιππότης με το ρόδο" * // "Ο Ιππότης με το τριαντάφυλλο" *[bzw. auch:...
  • ROSENMONTAG, der... = η Καθαρή Δευτέρα ...