ROMANISCH
1) ρομανικός, -ή, -ό (bzw. auch [lt. ΛΜΠ unrichtig]: ρωμανικός, -ή, -ό):
• der romanische Stil [zB. in der Malerei] ° το ρομανικό στυλ
• Die meisten [der in der EU gesprochenen Sprachen (= γλώσσες)] gehören zur großen Familie der indoeuropäischen Sprachen, deren Hauptzweige die germanischen, romanischen, slawischen und keltischen Sprachen sind. ° Οι περισσότερες ανήκουν στη μεγάλη οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών οι κυριότεροι κλάδοι της οποίας είναι οι γερμανικές, οι ρομανικές, οι σλαβικές και οι κελτικές γλώσσες.
2) Sonstiges:
• germanische, slawische und romanische Sprachen [letztere zB. Französisch, Spanisch, Italienisch, Portugiesisch und Rumänisch] ° γερμανικές, σλαβικές και λατινογενείς γλώσσες
Weitere Wörter:
Vorher
- ROLLFELD, das... [sc. die Start- bzw. Landebahn auf einem Flughafen] s. Rollbahn, die ...
- ROLLKRAGENPULLOVER, der... = το (πουλόβερ) ζιβάγκο ...
- ROLLLADEN, der... (auch: Roll-Laden, der) = το ρολό (lt. ΛΚΝ meist im Plural: τα ρολά):...
- ROLLSCHUH, der... = το πατίνι • Rollschuh laufen ° κάνω πατίνι ...
- ROLLSTUHL, der... = το αναπηρικό καρότσι 1) [bzw....
- ROLLTREPPE, die... 1) η κυλιόμενη σκάλα [bzw.] οι κυλιόμενες σκάλες * *(Gen.: των κυλιόμενων σκαλών) 2) η κυλιόμενη κλίμακα [bzw.] οι κυλιόμενες κλίμακες ** :...
- ROM... = η Ρώμη ...
- ROMA, die... (Singular: der Rom) [= korrekter Ausdruck an Stelle von "Zigeuner"] = οι Ρομ 1) [bzw.] οι Ρόμα 2) [bzw.] οι Ρομά 3) // οι Αθίγγανοι 4) 1) [s....
- ROMAN, der... = το μυθιστόρημα ...
- ROMAN+... • die Romanautorin / die Romanschriftstellerin ° η μυθιστοριογράφος ...
Nachher:
- ROMANTIK, die... • die Romantik [zB. in einer Beziehung] ° ο ρομαντισμός ...
- ROMANTISCH... = ρομαντικός, -ή, -ό ...
- ROMEO... • "Romeo und Julia" [von Shakespeare] ° "Ρωμαίος και Ιουλιέτ(τ)α" ...
- RÖMER, der / RÖMERIN, die... • die Römer [als Volk der Antike] ° οι Ρωμαίοι (Gen.: των Ρωμαίων / Akk.: τους Ρωμαίους) ...
- RÖMISCH... 1) [(das antike) Rom betreffend bzw. ihm zugehörig]: a) [personenbezogen]: Ρωμαίος / Ρωμαία: • er [zB....
- RÖMISCH-KATHOLISCH... = Ρωμαιοκαθολικός, -ή, -ό:...
- RÖNTGEN [Verb]... 1) ακτινογραφώ (-είς) 2) κάνω (μια) ακτινογραφία // βγάζω (μια) ακτινογραφία: • Sie sollten sich röntgen lassen....
- RÖNTGEN, das... 1) η ακτινογραφία: • das Gehirnröntgen ° η ακτινογραφία εγκεφάλου • Sie sollten ein Röntgen machen lassen. (Sie sollten sich röntgen lassen....
- RÖNTGEN+... 1) die Röntgenabteilung [eines Spitals]: s. die Röntgenstation 2) das Röntgenbild / die Röntgenaufnahme ° η ακτινογραφία: • Man sagte ihm [sc....