ROLLSCHUH, der


=  το πατίνι

• Rollschuh laufen  °  κάνω πατίνι


Weitere Wörter:

Vorher
  • ROLLADEN, der... s. Rollladen, der ...
  • ROLLBAHN, die... (Rollfeld, das) [sc. die Start- bzw. Landebahn auf einem Flughafen] = ο διάδρομος ...
  • ROLLBALKEN, der... vgl. Rollladen, der ...
  • ROLLE, die... 1) [die zB. jemand/etwas spielt]: a) ο ρόλος b) Sonstiges: • Was spielt das (schon) für eine Rolle? [rhetorische Frage iS einer Feststellung:...
  • ROLLEN... 1) κυλώ (-άς): • Die Münze rollte unter den Tisch. ° Tο νόμισμα κύλησε κάτω από το τραπέζι. 2) [lt. ΛΚΝ in vertraut-familiärer Sprache]: τσουλώ (-άς):...
  • ROLLENSPIEL, das... [psychologische Methode] = η υπόδυση ρόλων ...
  • ROLLENVERTEILUNG, die... 1) η κατανομή ρόλων: • die Rollenverteilung [zB. innerhalb der Familie] ° η κατανομή ρόλων 2) η διανομή (των) ρόλων:...
  • ROLLFELD, das... [sc. die Start- bzw. Landebahn auf einem Flughafen] s. Rollbahn, die ...
  • ROLLKRAGENPULLOVER, der... = το (πουλόβερ) ζιβάγκο ...
  • ROLLLADEN, der... (auch: Roll-Laden, der) = το ρολό (lt. ΛΚΝ meist im Plural: τα ρολά):...
Nachher:
  • ROLLSTUHL, der... = το αναπηρικό καρότσι 1) [bzw....
  • ROLLTREPPE, die... 1) η κυλιόμενη σκάλα [bzw.] οι κυλιόμενες σκάλες * *(Gen.: των κυλιόμενων σκαλών) 2) η κυλιόμενη κλίμακα [bzw.] οι κυλιόμενες κλίμακες ** :...
  • ROM... = η Ρώμη ...
  • ROMA, die... (Singular: der Rom) [= korrekter Ausdruck an Stelle von "Zigeuner"] = οι Ρομ 1) [bzw.] οι Ρόμα 2) [bzw.] οι Ρομά 3) // οι Αθίγγανοι 4) 1) [s....
  • ROMAN, der... = το μυθιστόρημα ...
  • ROMAN+... • die Romanautorin / die Romanschriftstellerin ° η μυθιστοριογράφος ...
  • ROMANISCH... 1) ρομανικός, -ή, -ό (bzw. auch [lt. ΛΜΠ unrichtig]: ρωμανικός, -ή, -ό): • der romanische Stil [zB....
  • ROMANTIK, die... • die Romantik [zB. in einer Beziehung] ° ο ρομαντισμός ...
  • ROMANTISCH... = ρομαντικός, -ή, -ό ...