ROLLTREPPE, die
1) η κυλιόμενη σκάλα [bzw.] οι κυλιόμενες σκάλες *
*(Gen.: των κυλιόμενων σκαλών)
2) η κυλιόμενη κλίμακα [bzw.] οι κυλιόμενες κλίμακες ** :
**(Gen.: των κυλιόμενων κλιμάκων)
[Anm.: so die Bezeichnung auf der Webseite und in einer Informationsbroschüre der Athener U-Bahn-Gesellschaft]
• sitzen Sie nicht auf den Stufen (setzen Sie sich nicht auf die Stufen) der Rolltreppe [Sicherheitsempfehlung] ° να μην κάθεστε στα σκαλοπάτια της κυλιόμενης κλίμακας
3) οι κυλιόμενες:
• Auf den Rolltreppen immer rechts stehen. ° Στις κυλιόμενες να στέκεστε πάντα δεξιά. [GF: Hinweis auf der Webseite der Athener U-Bahn-Gesellschaft]
• die Rolltreppen zur [Athener] U-Bahn [Akk.] ° τις κυλιόμενες του Ηλεκτρικού [GF+DF aus: Μ. Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]
4) η αυτόματη σκάλα [bzw.] οι αυτόματες σκάλες:
• [er] fuhr eine Rolltreppe [im Bahnhofsgebäude] hoch ° ανέβηκε μια σκάλα αυτόματη [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]
Weitere Wörter:
- ROLLBALKEN, der... vgl. Rollladen, der ...
- ROLLE, die... 1) [die zB. jemand/etwas spielt]: a) ο ρόλος b) Sonstiges: • Was spielt das (schon) für eine Rolle? [rhetorische Frage iS einer Feststellung:...
- ROLLEN... 1) κυλώ (-άς): • Die Münze rollte unter den Tisch. ° Tο νόμισμα κύλησε κάτω από το τραπέζι. 2) [lt. ΛΚΝ in vertraut-familiärer Sprache]: τσουλώ (-άς):...
- ROLLENSPIEL, das... [psychologische Methode] = η υπόδυση ρόλων ...
- ROLLENVERTEILUNG, die... 1) η κατανομή ρόλων: • die Rollenverteilung [zB. innerhalb der Familie] ° η κατανομή ρόλων 2) η διανομή (των) ρόλων:...
- ROLLFELD, das... [sc. die Start- bzw. Landebahn auf einem Flughafen] s. Rollbahn, die ...
- ROLLKRAGENPULLOVER, der... = το (πουλόβερ) ζιβάγκο ...
- ROLLLADEN, der... (auch: Roll-Laden, der) = το ρολό (lt. ΛΚΝ meist im Plural: τα ρολά):...
- ROLLSCHUH, der... = το πατίνι • Rollschuh laufen ° κάνω πατίνι ...
- ROLLSTUHL, der... = το αναπηρικό καρότσι 1) [bzw....
- ROM... = η Ρώμη ...
- ROMA, die... (Singular: der Rom) [= korrekter Ausdruck an Stelle von "Zigeuner"] = οι Ρομ 1) [bzw.] οι Ρόμα 2) [bzw.] οι Ρομά 3) // οι Αθίγγανοι 4) 1) [s....
- ROMAN, der... = το μυθιστόρημα ...
- ROMAN+... • die Romanautorin / die Romanschriftstellerin ° η μυθιστοριογράφος ...
- ROMANISCH... 1) ρομανικός, -ή, -ό (bzw. auch [lt. ΛΜΠ unrichtig]: ρωμανικός, -ή, -ό): • der romanische Stil [zB....
- ROMANTIK, die... • die Romantik [zB. in einer Beziehung] ° ο ρομαντισμός ...
- ROMANTISCH... = ρομαντικός, -ή, -ό ...
- ROMEO... • "Romeo und Julia" [von Shakespeare] ° "Ρωμαίος και Ιουλιέτ(τ)α" ...
- RÖMER, der / RÖMERIN, die... • die Römer [als Volk der Antike] ° οι Ρωμαίοι (Gen.: των Ρωμαίων / Akk.: τους Ρωμαίους) ...