RÖNTGEN+


1) die Röntgenabteilung [eines Spitals]: s. die Röntgenstation 


2) das Röntgenbild / die Röntgenaufnahme  °  η ακτινογραφία:

• Man sagte ihm [sc. dem Untersuchten], er solle nach ein paar Tagen (wieder) [im Spital] vorbeikommen, um sein Röntgenbild abzuholen.  °  Του είπαν να περάσει μετά από μερικές μέρες να πάρει την ακτινογραφία.

• ich [= der Arzt] machte einige Röntgenbilder von ihr [sc.: von der Kranken]  °  της έβγαλα μερικές ακτινογραφίες


3) der Röntgenfacharzt / die Röntgenfachärztin  °  ο ακτινολόγος / η ακτινολόγος


4) das Röntgengerät [zB. im Spital]  °  το ακτινολογικό μηχάνημα


5) der Röntgenraum [in der Ordination eines Arztes]  °  το ακτινολογικό


6) die Röntgenstation / die Röntgenabteilung [eines Spitals]  °  το ακτινολογικό (τμήμα)


7) die Röntgenstrahlen  °  οι ακτίνες Χ


Weitere Wörter:

Vorher
  • ROMAN+... • die Romanautorin / die Romanschriftstellerin ° η μυθιστοριογράφος ...
  • ROMANISCH... 1) ρομανικός, -ή, -ό (bzw. auch [lt. ΛΜΠ unrichtig]: ρωμανικός, -ή, -ό): • der romanische Stil [zB....
  • ROMANTIK, die... • die Romantik [zB. in einer Beziehung] ° ο ρομαντισμός ...
  • ROMANTISCH... = ρομαντικός, -ή, -ό ...
  • ROMEO... • "Romeo und Julia" [von Shakespeare] ° "Ρωμαίος και Ιουλιέτ(τ)α" ...
  • RÖMER, der / RÖMERIN, die... • die Römer [als Volk der Antike] ° οι Ρωμαίοι (Gen.: των Ρωμαίων / Akk.: τους Ρωμαίους) ...
  • RÖMISCH... 1) [(das antike) Rom betreffend bzw. ihm zugehörig]: a) [personenbezogen]: Ρωμαίος / Ρωμαία: • er [zB....
  • RÖMISCH-KATHOLISCH... = Ρωμαιοκαθολικός, -ή, -ό:...
  • RÖNTGEN [Verb]... 1) ακτινογραφώ (-είς) 2) κάνω (μια) ακτινογραφία // βγάζω (μια) ακτινογραφία: • Sie sollten sich röntgen lassen....
  • RÖNTGEN, das... 1) η ακτινογραφία: • das Gehirnröntgen ° η ακτινογραφία εγκεφάλου • Sie sollten ein Röntgen machen lassen. (Sie sollten sich röntgen lassen....
Nachher:
  • RÖNTGENOLOGE, der / RÖNTGENOLOGIN, die... (Röntgenfacharzt, der / Röntgenfachärztin,...
  • ROSA... [Farbe] = ροζ ...
  • ROSAROT... vgl. rosa [bzw.] rosig ...
  • ROSE, die... = το τριαντάφυλλο // το ρόδο ...
  • ROSENKAVALIER, der... (= "Der Rosenkavalier") [Oper von Richard Strauss] = "Ο Ιππότης με το ρόδο" * // "Ο Ιππότης με το τριαντάφυλλο" *[bzw. auch:...
  • ROSENMONTAG, der... = η Καθαρή Δευτέρα ...
  • ROSIG... • er hat rosige Pausbacken ° έχει ροδοκόκκινα φουσκωμένα μαγουλάκια * • er hat rosige Pausbacken ° έχει μάγουλα φουσκωτά και ροδαλά * *[Anm.:...
  • ROSINE, die... = η σταφίδα (Pl.: οι σταφίδες) [vgl.: die Weintraube = το σταφύλι ] ...
  • ROST, der... [der sich als Folge von Feuchtigkeit auf Metallflächen bildet] = η σκουριά ...