STOCKDUNKEL (stockfinster)


=  κατασκότεινος, -η, -ο  //  ολοσκότεινος, -η, -ο  //  θεοσκότεινος, -η, -ο:

• Dort [sc. in der Schlucht] war es [um diese frühmorgendliche Uhrzeit] noch stock­dunkel (ganz dunkel) und kalt.  °  Εκεί ήταν ακόμα κατασκότεινα και έκανε κρύο.

• stockdunkel [zB. die Nacht]  °  ολοσκότεινος, -η, -ο

• Es ist stockdunkel.  °  Είναι θεοσκότεινα.

• stockdunkel [zB. ein Kinosaal]  °  θεοσκότεινος, -η, -ο


Weitere Wörter:

Vorher
  • STIMMZETTEL, der... [bei Wahlen] = το ψηφοδέλτιο (Gen.: του ψηφοδελτίου) ...
  • STIMULATION, die [bzw.] STIMULIERUNG, die... = η διέγερση: • die extreme sensorische Stimulation/Stimulierung (Sinnesstimulation/Sinnes­stimu­lie­rung),...
  • STIMULIEREN... = διεγείρω (St. II = St. I):...
  • STINKEN... = βρομώ (-άς) * ([bzw.] βρωμώ [-άς]): *[so die lt. ΛΜΠ korrekte Schreibung] • sie stinken fürchterlich (entsetzlich) [sc....
  • STIPENDIUM, das... = η υποτροφία ...
  • STIRN, die [bzw.] STIRNE, die... = το κούτελο // το μέτωπο [synonym] ...
  • STÖBERN... [iS von: kramen, herumsuchen] s. kramen ...
  • STOCK, der... 1) [iS von: länglicher Stab]: a) [allgemein]: • der Stock / der Stab [sc....
  • STOCKBETRUNKEN... (sturzbetrunken) = τύφλα στο μεθύσι ...
  • STOCKBETT, das... = το δίπατο κρεβάτι // το διώροφο κρεβάτι ...
Nachher:
  • STOCKEN... • Es war angenehm, [im Rahmen des Demonstrationszugs] so ungehindert auf der Straße (vorwärts) gehen zu können....
  • STOCKFINSTER... s. stockdunkel ...
  • STOCKHOLM... = η Στοκχόλμη ...
  • STOCKNÜCHTERN... [wörtl.: völlig nüchtern] = εντελώς νηφάλιος (-α, -ο) ...
  • STOCKWERK, das... = το πάτωμα // ο όροφος: • Die Standardzimmer [unseres Hotels] [sc. jene,...
  • STOFF, der... 1) [iS von: Textilgewebe]: το ύφασμα:...
  • STOFFSERVIETTE, die... 1) die Stoffserviette [beim Essen] ° η υφασμάτινη πετσέτα (φαγητού) 2) Sonstiges:...
  • STOFFTASCHENTUCH, das... = το υφασμάτινο μαντίλι ...
  • STOFFTIER, das... = το υφασμάτινο ζωάκι (Pl.: τα υφασμάτινα ζωάκια) ...